διευθυνσεις

Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Ζαν Πωλ Σαρτρ: Υπαρξισμός και ανθρώπινα συναισθήματα


Θα επιθυμούσα στην προκειμένη περίσταση να υπερασπιστώ τον υπαρξισμό εναντίον κάποιον κατηγοριών που του έχουν απαγγελθεί. 

Αρχικά, έχει καταλογιστεί στον υπαρξισμό ότι προσκαλεί τους ανθρώπους να ασπαστούν ένα είδος μοιρολατρικής αταραξίας, καθώς, αφού καμία λύση δεν είναι δυνατή, θα πρέπει να θεωρήσουμε τη δράση σε αυτόν τον κόσμο -ως επί το πλείστον -αδύνατη. Τότε θα πρέπει να καταλήξουμε σε μια φιλοσοφία της ενατένησης, και εφόσον ο διαλογισμός θεωρείται πολυτέλεια, με φυσική επαγωγή καταλήγουμε σε μια αστική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, κομμουνιστές έχουν εξαπολύσει αυτές τις κατηγορίες. 
Στον αντίποδα, έχουμε κατηγορηθεί ότι αναλωνόμαστε στην ανθρώπινη υποβάθμιση, υπογραμμίζοντας παντού την πικρή, σκιερή και γλοιώδη και παραμελώντας το ευγενικό και το όμορφο, τη φωτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, όπως για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Καθολικό κριτικό Mlle. Mercier, λησμονώντας το χαμόγελο ενός παιδιού. Και οι δύο πλευρές μας κατηγορούν ότι έχουμε αγνοήσει την ανθρώπινη αλληλεγγύη παρουσιάζοντας τον άνθρωπο ως απομονωμένη ύπαρξη. Οι κομμουνιστές ισχυρίζονται ότι η κυρίαρχη αιτία γι αυτό είναι το ότι χρησιμοποιούμε ως αφετηριακό σημείο την καθαρή υποκειμενικότητα, το καρτεσιανό σκέφτομαι. Με άλλα λόγια, την στιγμή εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος αποκτά πλήρη συνείδηση της σημασίας που έχει για εκείνον να υπάρχει ως απομονωμένη οντότητα. Ως αποτέλεσμα, δεν είμαστε ικανοί να επιστρέψουμε σε μια αλληλέγγυα κατάσταση με ανθρώπους που δεν είναι ο εαυτός τους, μια κατάσταση που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε με τη διανόηση. 
Από χριστιανική σκοπιά, έχουμε κατηγορηθεί ότι αρνούμαστε την πραγματικότητα και τη σοβαρότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεδομένου ότι αν απορρίψουμε τις εντολές του Θεού και τις αιώνιες αλήθειες, δεν απομένει τίποτα άλλο παρά καθαρή ιδιοτροπία, όπου καθένας επιτρέπεται να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί και δεν δύναται- κατά την άποψή του- να καταδικάσει τις απόψεις και τις πράξεις των άλλων. 
Σήμερα, θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτές τις διαφορετικές κατηγορίες. Πολλοί άνθρωποι θα εκπλαγούν από ό,τι διατυπώνεται εδώ για τον ανθρωπισμό. Θα προσπαθήσουμε να δούμε με ποιο τρόπο θα γίνει κατανοητός. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορεί να ειπωθεί από την αρχή, είναι ότι αυτό που εννοούμε τον όρο υπαρξισμός συνιστά μια θεωρία η οποία καθιστά δυνατή την ανθρώπινη ζωή, και επιπρόσθετα, διακηρύσσει ότι κάθε αλήθεια και κάθε δράση υπονοεί μια ανθρώπινη τοποθέτηση και μια ανθρώπινη υποκειμενικότητα. 
Όπως είναι ευρέως γνωστό, το βασικό κατηγορητήριο εναντίον μας, είναι ότι εστιάζουμε στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Κάποιος με πληροφόρησε πρόσφατα για μια κυρία, η οποία όταν άφησε να της ξεφύγει μια χυδαία λέξη σε μια στιγμή εκνευρισμού, απολογήθηκε λέγοντας «Νομίζω ότι γίνομαι υπαρξίστρια.». Κατά συνέπεια, ο υπαρξισμός έχει επικρατήσει να θεωρείται ως κάτι άσχημο. Και αυτό συμβαίνει γιατί αποκαλούμαστε νατουραλιστές. Και ακόμα κι αν είμαστε, ιδιαίτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι σε αυτούς τους καιρούς πυροδοτούμε συναγερμό και σκάνδαλο περισσότερο απ΄ ό,τι ο νατουραλισμός όσο κατάλληλη κι αν θεωρείται αυτή η διατύπωση. Το είδος του ατόμου που μπορεί να πάρει στη βόλτα του ένα τέτοιο μυθιστόρημα όπως «Η Γη» του Ζολά, αηδιάζει μόλις αρχίζει να διαβάζει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα. Το είδος του ατόμου που είναι συμφιλιωμένο με τη σοφία της ηλικίας –το οποίο είναι ιδιαίτερα λυπηρό-μας βρίσκει ακόμα πιο θλιβερούς. Ωστόσο, τι θα μπορούσε να διαλύσει περισσότερο τις αυταπάτες από τις ρήσεις «η αληθινή φιλανθρωπία ξεκινά στο σπίτι» ή «ο αχρείος πάντα θα ανταποδίδει κακό για την καλοσύνη»; 
Γνωρίζουμε τα κοινότυπα σχόλια που διατυπώνονται όταν ανακύπτει το ζήτημα, σχόλια τα οποία έρχονται και προστίθενται στο ίδιο πράγμα: δεν θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε ενάντια στις δυνάμεις που υπάρχουν, δεν θα έπρεπε να αντιστεκόμαστε στην εξουσία, δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να εξυψωθούμε από τη θέση μας. Κάθε δράση μη συμβατή με την εξουσία είναι ρομαντική, κάθε προσπάθεια που δεν βασίζεται στην παρελθούσα εμπειρία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Η εμπειρία δείχνει ότι ο άνθρωπος ρέπει πάντα προς το πρόβλημα, ότι πρέπει να υπάρχει ένα δυνατό χέρι που θα τον κρατήσει υπό έλεγχο, και αν αυτό δε συμβεί, θα επικρατήσει αναρχία. Υπάρχουν ακόμη, άνθρωποι που συνεχίζουν να αναμασούν αυτά τα μελαγχολικά παλιά ρητά, οι άνθρωποι που λένε «Έτσι είναι ο άνθρωπος» κάθε φορά που μια λιγότερο ή περισσότερη απεχθής πράξη επισημαίνεται σε αυτούς, οι άνθρωποι που υπερχορταίνουν τους εαυτούς τους με ρεαλιστικά τραγουδάκια. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κατηγορούν τον υπαρξισμό ότι είναι πολύ ζοφερός, και σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιέμαι αν παραπονούνται γι αυτό, όχι για την απαισιοδοξία του, αλλά περισσότερο για την αισιοδοξία του. Μπορεί να είναι ότι αυτό που πραγματικά τους τρομάζει στη θεωρία που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω εδώ είναι ότι αφήνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα επιλογής; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να το επανεξετάσουμε σε ένα αυστηρά φιλοσοφικό επίπεδο. Τι εννοείται με τον όρο υπαρξισμός; 
Οι περισσότεροι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον όρο, θα αισθάνονταν μάλλον αμήχανα εάν έπρεπε να τον εξηγήσουν, δεδομένου ότι τώρα που ο όρος καλύπτει ευρύ φάσμα, ακόμα και το έργο ενός μουσικού ή ζωγράφου καλείται υπαρξιακό. Ένας αρθρογράφος σε κουτσομπολίστικη στήλη στο Clartes υπογράφει ως «Ο Υπαρξιστής», με αποτέλεσμα ως τώρα όρος να έχει επεκταθεί πολύ σημασιολογικά και να περιλαμβάνει τόσα πολλά νοήματα, ώστε πλέον να σημαίνει απολύτως τίποτα. Φαίνεται πως η ανάγκη για μια προηγμένη θεωρία, ανάλογη του σουρεαλισμού, οι άνθρωποι που διψούν για σκάνδαλα και αναταραχή στρέφονται προς αυτήν την φιλοσοφία, η οποία από άλλες απόψεις δεν εξυπηρετεί καθόλου τους σκοπούς τους σε αυτόν τον τομέα. 
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τη λιγότερο σκανδαλώδη, και την πιο απέριττη θεωρία. Προορίζεται αυστηρά για ειδικούς και φιλοσόφους. Ωστόσο, μπορεί να οριστεί εύκολα. Αυτό που περιπλέκει την κατάσταση είναι ότι υπάρχουν δύο είδη υπαρξιστών. Πρώτον, αυτοί που είναι χριστιανοί, ανάμεσα στους οποίους θα συμπεριλάβω τον Jaspers και τον Gabriel Marcel, που είναι και οι δύο καθολικοί. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι αθεϊστές υπαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους κατατάσσω τον Heidegger και μετά τους Γάλλους υπαρξιστές και τον εαυτό μου. Σημείο τομής όλων είναι ότι θεωρούν ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ή αλλιώς, αν προτιμάτε, ότι η υποκειμενικότητα πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης. 
Τι θα πει αυτό; Ας εξετάσουμε ένα αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί, για παράδειγμα ένα βιβλίο ή έναν χαρτοκόπτη. Εδώ υπάρχει ένα αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί από έναν τεχνίτη του οποίου η έμπνευση προήλθε από μια έννοια. Αναφέρθηκε στην έννοια του τι είναι ένας χαρτοκόπτης και με τον ίδιο τρόπο σε μια γνωστή μέθοδο παραγωγής, η οποία αποτελεί μέρος της έννοιας, κάτι που σε μεγάλο βαθμό είναι μια ρουτίνα. Έτσι ο χαρτοκόπτης είναι από τη μία ένα αντικείμενο που παράγεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο και από την άλλη ένα αντικείμενο που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση. Μάλιστα, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί έναν άνθρωπο να κατασκευάζει έναν χαρτοκόπτη χωρίς να γνωρίζει για ποιο λόγο αυτός θα χρησιμοποιηθεί. Ως εκ τούτου, επιτρέψτε μας να πούμε ότι, για το χαρτοκόπτη, κατ’ ουσίαν, είναι το σύνολο και των δύο ρουτινών παραγωγής καθώς και οι ιδιότητες, που καθιστούν δυνατή την παραγωγή και τον προσδιορισμό του, που προηγούνται της ύπαρξης. Έτσι, η παρουσία του χαρτοκόπτη ή ενός βιβλίου μπροστά μου είναι προκαθορισμένη. Συνεπώς, έχουμε εδώ μια τεχνική άποψη του κόσμου, σύμφωνα με την οποία μπορούμε να πούμε ότι η παραγωγή προηγείται της ύπαρξης. 

Όταν συλλαμβάνουμε το Θεό ως Δημιουργό , Αυτός γενικότερα στοιχειοθετείται ως ένα ανώτερο είδος τεχνίτη. Όποιο δόγμα κι αν εξετάζει κανείς, είτε σε κάποιον αρέσει η θεωρία του Καρτέσιου είτε του Leibniz, εμείς πάντα παραδεχόμαστε ότι η βούληση περισσότερο ή λιγότερο ακολουθεί την κατανόηση, ή, τουλάχιστον, τη συνοδεύει και ότι όταν ο Θεός δημιουργεί, γνωρίζει επακριβώς τι δημιουργεί. Έτσι, η έννοια του ανθρώπου στο νου του Θεού είναι συγκρίσιμη με την έννοια του χαρτοκόπτη στο νου του κατασκευαστή, και ακολουθώντας ορισμένες τεχνικές και μια έννοια, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, όπως ακριβώς ο τεχνίτης, ακολουθώντας έναν ορισμό και μια τεχνική, κατασκευάζει έναν χαρτοκόπτη. Κατά συνέπεια, κάθε ανθρώπινο υποκείμενο συνιστά την πραγμάτωση μιας συγκεκριμένης έννοιας στη θεία νοημοσύνη. 

Στον 18ο αιώνα, η αθεΐα των φιλοσόφων απέρριπτε την ιδέα του Θεού, αλλά όχι και τόσο την ιδέα ότι η ουσία προηγείται της ύπαρξης. Σε κάποιο βαθμό, η ιδέα αυτή βρίσκεται παντού. Την εντοπίζουμε στον Diderot, στον Voltaire ακόμα και στον Kant. Ο άνθρωπος έχει μια ανθρώπινη φύση. Αυτή η ανθρώπινη φύση, που αποτελεί την ουσία της έννοιας του ανθρώπου, ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, γεγονός που συνεπάγεται ότι κάθε άνθρωπος αποτελεί μια συγκεκριμένη έκφανση μιας παγκόσμιας έννοιας, του ανθρώπου. Στον Kant, το αποτέλεσμα αυτής της καθολικότητας είναι ότι ο άγριος άνθρωπος, ο φυσικός άνθρωπος και ο αστός, περιβάλλονται από τον ίδιο ορισμό και έχουν τις ίδιες βασικές ιδιότητες. Επομένως, και εδώ η ουσία του ανθρώπου προηγείται της ιστορικής ύπαρξης που συναντάμε στη φύση. 

Ο αθεϊστικός υπαρξισμός, τον οποίο εγώ εκπροσωπώ, παρουσιάζει μεγαλύτερη συνεκτικότητα, υποστηρίζει ότι αν ο Θεός δεν υπάρχει, υπάρχει τουλάχιστον ένα ον του οποίου η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ένα ον που υπάρχει πριν να μπορέσει να καθοριστεί από οποιαδήποτε έννοια, και αυτό το ον είναι ο άνθρωπος , ή ,όπως λέει ο Heidegger, η ανθρώπινη πραγματικότητα. Τι σημαίνει η ρήση ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας; Σημαίνει ότι, πρώτα απ’ όλα, ο άνθρωπος υπάρχει, εμφανίζεται στο προσκήνιο και μόνο μεταγενέστερα προσδιορίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος, όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξισμός, είναι απροσδιόριστος, είναι διότι στην αρχή δεν είναι τίποτα. Μόνο αργότερα θα είναι κάτι, και ο ίδιος θα έχει διαμορφώσει αυτό που θα είναι. Συνεπώς, δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, καθότι δεν υπάρχει Θεός για να την συλλάβει. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ό,τι ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι είναι ο εαυτός του, αλλά και ό,τι θελήσει ο ίδιος να είναι έπειτα από αυτήν την ώθηση προς την ύπαρξη. 

Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά αυτό που κάνει για τον εαυτό του/ παρά το πώς αξιοποιεί τον εαυτό του . Αυτή είναι η πρώτη αρχή του υπαρξισμού. Είναι επίσης αυτό που αποκαλείται υποκειμενικότητα, το όνομα που μας αποδίδεται όταν απαγγέλλονται κατηγορίες εναντίον μας. Αλλά τι εννοούμε με αυτό, αν όχι ότι ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη αξιοπρέπεια από μία πέτρα ή ένα τραπέζι; Για μας σημαίνει ότι ο άνθρωπος υπάρχει πρώτα, δηλαδή ο άνθρωπος πρώτα απ’ όλα είναι το ον που εκσφενδονίζει τον εαυτό του προς ένα μέλλον και που συνειδητά οραματίζεται τον εαυτό του ως ύπαρξη του μέλλοντος. Ο άνθρωπος είναι αρχικά, είναι ένα σχέδιο με επίγνωση του εαυτού του, πέρα από μία μικρή μονάδα από βρύα, μια ποσότητα σκουπιδιών ή ένα κουνουπίδι τίποτε δεν προϋπάρχει του σχεδίου. Δεν υπάρχει τίποτα στον ουρανό. Ο άνθρωπος θα είναι ό,τι έχει σχεδιάσει να είναι. ‘Όχι ό,τι θα θελήσει να είναι. Διότι, με τη λέξη «βούληση» γενικά εννοούμε μια συνειδητή απόφαση, η οποία είναι μεταγενέστερη αυτού που έχουμε ήδη κατορθώσει για τον εαυτό μας. Εγώ ενδεχομένως να επιθυμώ να γίνω μέλος ενός πολιτικού κόμματος, να γράψω ένα βιβλίο ή και να παντρευτώ. Αλλά όλα αυτά είναι μονάχα μια εκδήλωση από μια παλαιότερη, πιο αυθόρμητη επιλογή που καλείται «βούληση». Όμως, αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την παρουσία του, για τον τρόπο ύπαρξής του. Γι αυτό, πρώτη κίνηση του υπαρξισμού είναι να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να αναγνωρίσει αυτό που είναι καθώς και να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της ύπαρξής του κατ’ αποκλειστικότητα. Και όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, δεν εννοούμε ότι φέρει την ευθύνη για την ατομικότητά του, αλλά για το σύνολο της ανθρωπότητας. 

Ο όρος υποκειμενισμός έχει δύο ερμηνείες, και οι αντίπαλοί μας τις αξιοποιούν και τις δύο. Ο υποκειμενισμός αφενός, σημαίνει ότι ένα άτομο επιλέγει και διαμορφώνει τον εαυτό του και αφετέρου ότι είναι δυνατό για τον άνθρωπο να ξεπεράσει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Η δεύτερη απ’ αυτές είναι και η βασική έννοια του υπαρξισμού. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος επιλέγει τον εαυτό του, εννοούμε ότι όλοι δρουν παρομοίως. Αλλά επίσης, εννοούμε ότι με αυτή την επιλογή ο ίδιος επιλέγει όλους τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, για τη δημιουργία του ανθρώπου που θέλουμε να είναι, δεν υπάρχει ούτε μία από τις πράξεις μας που να μην δημιουργεί συγχρόνως μια εικόνα του ανθρώπου, όπως πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να είναι. Για να επιλέξει να είναι το ένα ή το άλλο πρέπει να εκτιμήσει την αξία αυτού που επιλέγει, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να επιλέξουμε το κακό. Επιλέγουμε πάντα το καλό, και τίποτα δεν μπορεί να είναι καλό για εμάς, χωρίς να είναι καλό για όλους. 

Εάν, από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, και αν δεχτούμε ότι υπάρχουμε και πλάθουμε την εικόνα μας, αφενός, και ταυτόχρονα η εικόνα ισχύει για όλους και για ολόκληρη την εποχή μας. Έτσι, η ευθύνη μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να είχαμε υποθέσει, επειδή περιλαμβάνει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αν εγώ είμαι ένας εργάτης και επιλέξω να ενταχθώ σε ένα χριστιανικό συνδικαλιστικό σωματείο, παρά να είμαι κομμουνιστής, κι αν με το να γίνω μέλος επιθυμώ να προβάλω ότι το καλύτερο για τον άνθρωπο είναι η παραίτηση και ότι η βασιλεία του ανθρώπου δεν υφίσταται σε αυτόν τον κόσμο, δεν περιορίζομαι μόνο στην δική μου υπόθεση αλλά επιζητώ την παραίτηση για όλους. Συνεπώς, η πράξη μου εμπλέκει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για να περάσω σε μια πιο προσωπική υπόθεση, αν εγώ θέλω να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, ακόμα κι αν αυτός ο γάμος εξαρτάται απόλυτα από τις δικές μου προδιαγραφές, το δικό μου πάθος ή επιθυμία, εμπλέκω όλη την ανθρωπότητα στη μονογαμία και όχι μόνο τον εαυτό μου. Ως εκ τούτου, είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου και για όλους τους άλλους. Δημιουργώ μια εικόνα του ανθρώπου δικής μου επιλογής. Επιλέγοντας τον εαυτό μου, επιλέγω την εικόνα της ανθρωπότητας. 

Μετάφραση: Τσιμοπούλου Σταματίνα
- από το: http://afterhistory.blogspot.gr/2014/07/blog-post_8.html#sthash.yOCfm875.dpuf

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Jean-Paul Sartre (Ζαν–Πωλ Σαρτρ, 1905 – 1980)

         Jean-Paul Sartre      

Sartre, photo
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι την 21η Ιουνίου 1905. Σε ηλικία δύο μόλις ετών έμεινε ορφανός από πατέρα. Μεγάλωσε με τις φροντίδες της μητέρας του και του παππού του Καρλ Σβάιτσερ της γνωστής αλσατικής οικογένειας του «ιατροφιλόσοφου της ζούγκλας» Άλμπερτ Σβάιτσερ. Σπούδασε σε διάφορα λύκεια της Γαλλίας και αργότερα στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Παρισιού. Διορίστηκε καθηγητής φιλοσοφίας σε διάφορες πόλεις. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα προπολεμικά, αλλά μετά την Κατοχή και την Απελευθέρωση το έργο του έγινε διεθνώς γνωστός. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΣΑΡΤΡ

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ 

Άγιος Ζενέ. Κωμωδός και μάρτυρας (2 τόμοι), μτφρ. Λουκάς Θοεδωρακόπουλος, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα.
Έχουμε δίκιο να επαναστατούμε, μτφρ. Φώντας Κονδύλης, Εκδόσεις Αρσενίδης, Αθήνα.
Η θεωρία των συγκινήσεων, μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
Η υπερβατικότητα του εγώ. Σχεδίασμα μιας φαινομενολογικής περιγραφής, μτφρ. Αλέξης Ζήρας, εισαγ. Αντώνης Χατζημωϋσής, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2013.
Καταστάσεις Α+Β. Δοκίμια πολιτικού και αισθητικού στοχασμού, μτφρ. Κώστας Σταματίου, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
Μπωντλαίρ, μτφρ. Νίκος Φωκάς, Ολκός, Αθήνα 1995.
Οι λέξεις, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003.
Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός, μτφρ. Μαρία Ν. Πολίτη, Εκδόσεις Δαμιανός, Αθήνα.
Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, μτφρ. Κώστας Σταματίου, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
Πολιτική εξουσία και διανοούμενοι, μτφρ. Ελένη Καλκάνη, Εκδόσεις Δαμιανός, Αθήνα 2003.
Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Αθανάσιος Σαμαρτζής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2009.
Τι είναι η λογοτεχνία, μτφρ. Ευγενία Τσελέντη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006.
Το είναι και το μηδέν, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα   2007.
Το πρόβλημα της μεθόδου, μτφρ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Εξάντας, Αθήνα 1988.
Το φανταστικό. Φαινομενολογική ψυχολογία της φαντασίας, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
Υπέρ διανοουμένων συνηγορία, μτφρ. Άγγελος Ελεφάντης, Ο Πολίτης, Αθήνα 1994.
Σαρτ, Ζαν Πωλ / Μαρκούζε, Χέμπερτ, Σύγχρονα επαναστατικά κινήματα. Η νέα αριστερά, επιμ. Μωρίς Κράνστον, μτφρ. Ν. Ανδρικόπουλος, Αθήνα 1990.

ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ 

«Αμιναδάβ, ή περί του φανταστικού στη γλώσσα», στο Ζ.-Π. Σαρτρ, Η θεωρία των συγκινήσεων, μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα, σσ. 85-109.
«Η καρτεσιανή ελευθερία», στο Ζ.-Π. Σαρτρ, Η θεωρία των συγκινήσεων, μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα, σσ. 175-199.
«Μετάβαση και επιστροφή», στο Ζ.-Π. Σαρτρ, Η θεωρία των συγκινήσεων, μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα, σσ. 111-173.
«Υπαρξισμός και ανθρώπινα συναισθήματα», μτφρ. Σταματίνα Τσιμοπούλου, ιστοχώρος: Κοίτα τον ουρανό. Στοχασμοί για την επανάσταση της εποχής μας, 8 Ιουλίου 2014.

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΣΑΡΤΡ 

Λασσιθιωτάκη, Λίζυ-Ελένη, Με τον Σαρτρ, Ιανός, 2010.
————, Ο Σαρτρ και οι δρόμοι της ελευθερίας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α), 1981.
Πεφάνης, Γιώργος, Jean-Paul Sartre. Τέσσερα μελετήματα για το έργο και τη φιλοσοφία του, Αιγόκερος, Αθήνα 1996.
LévyBernardHenri Λεβύ, Μπερνάρ-Ανρί, Ο αιώνας του Σαρτρ. Φιλοσοφική έρευνα, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα 2004.
Μοντέιγ, Κλοντίν [Monteil, Claudine]Οι εραστές της ελευθερίας. Η συγκλονιστική ιστορία του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μποβουάρ, μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.
Thody, Philip, Σαρτρ: Εικονογραφημένος οδηγός, μτφρ. Αλίκη Φιλίππου, επιμ. Ανδρέας Παππάς, εικονογράφηση: Howard Read, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2011.

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΣΑΡΤΡ 

Δόικος, Παναγιώτης: «Η θεωρία της ιστορίας του Jean-Paul Sartre», Εποπτεία, τχ. 60 (1981), σσ. 685-698.
Δούκαρης, Δημήτρης, «Στον τάφο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Τομές, τχ. 61 (1980), 4-6.
Κακολύρης, Γεράσιμος, «Sartre και Derrida: άδηλη σχέση», Επετηρίδα φιλοσοφικής έρευνας δια-ΛΟΓΟΣ, τχ. 3, 2013, σσ. 58-69.
Καραντώνης, Ανδρέας: «Σκέψεις για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Νέα Εστία, τόμ. 107 (1980), τχ. 1269, 714-724.
Κεντρωτής, Γιώργος, «Ο Ζαν Πωλ για το χιούμορ», Διαβάζω, τχ. 124 (1985), σσ. 20-21.
Κουμασίδης, Ιορδάνης, «Jean-Paul Sartre, Τι είναι Λογοτεχνία; Φιλοσοφική θεμελίωση μιας “θεωρίας της λογοτεχνίας”», Περιοδικό Αντι-λογος, τχ. 1, Άνοιξη 2012, σσ. 59-75.
Λασσιθιωτάκη, Λίζυ-Ελένη, «Μια σύντομη αναφορά στο Είναι και το Μηδέν [του Ζαν-Πωλ Σαρτρ]»,Εποπτεία, τχ. 72 (1982), σσ. 881-888.
————-, «Jean Paul Sartre (1905-1980)». Διοτίμα, τχ. 8 (1980), 213.
————-, «Συνομιλίες του Ζαν-Πωλ Σαρτρ με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε», Τομές, τχ. 61 (1980), 8-13.
Μαλεβίτσης, Χρήστος: «Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1905-1980)», Νέα Εστία, τόμ. 107 (1980), τχ. 1269, 680-682.
Μπάκος, Δομίνικος, «Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Αντί, τχ. 150 (1980), σσ. 34-35.
Μπαρτζελιώτης, Λεωνίδας, «Η σχετικοκρατική αξιολογία του J.-P. Sartre και οι αντιφάσεις της», Διοτίμα, τχ. 10 (1982), σσ. 153-163.
Παπαδόπουλος, Πέτρος, «Χρονολόγιο Σαρτρ», Διαβάζω, τχ. 127 (1985), σσ. 12-25.
Πεφάνης, Γιώργος, «Ένα φιλοσοφικό τρίπτυχο στη λογοτεχνία. “Les chemins de la liberté» του Jean-Paul Sartre», ΝέαΕστίατόμ. 125, (1989), σσ. 467-477.
Ταμπάκη-Ιωνά, Φρειδερίκη, «Οι Δρόμοι της Ελευθερίας του Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Διαβάζω, τχ. 33, (1980), σσ. 28-33.
Φανιουδάκη, Μαρίνα, «Ο Σαρτρ και η ατομική ελευθερία», Διαβάζω, τχ. 127 (1985), σσ. 34-36.
AronRaymond, «Ο Σάρτρ και ο Μαρξισμός», Τομές, τχ. 2 (1975), σσ. 19-24.
Μπροσιέ, Ζαν-Ζακ [JeanJacques Brochier], «Ο Σαρτρ έχει πάντα δίκιο», μτφρ.  Τιτίκα Δημητρούλια.Διαβάζω, τχ. 186 (1988), σσ. 57-58.
———-, «Ο φάκελος ‘Σαρτρ’», μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Διαβάζω, τχ. 127 (1985), σσ. 37-47.
ChenuJoseph, «Ο Jean Paul Sartre και η υπαρξιακή φιλοσοφία », μτφρ. Κ.Θ. Παπαλεξάνδρου, Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 7-8 (1946), σσ. 397-403.
Ντυράν, Μαρσέλ, «Ο υπαρξισμός του Ζαν-Πωλ Σαρτρ», μτφρ. Κορίννα Κωνσταντοπούλου, Διαβάζω, τχ. 127 (1985), σσ. 26-33.
FoucaultMichel«Ο Φουκώ απαντά στον Σαρτρ», Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2012, σσ. 97-106.
FoucaultMichel, «Η φιλοσοφία ως διάγνωση του παρόντος. Ο Φουκώ απαντά στον Σαρτρ» (Συνέντευξη) [1968], μτφρ. Τ. Μπέτζελος, Περιοδικό Εκτός Γραμμής, τχ. 29, Φεβρουάριος 2012.
Gorog, Françoise, «Το αδιέξοδο του ερωτικού βίου και η “αλληλογραφία” του: Σαρτρ και Μπωβουάρ», μτφρ. Καλλιόπη Κουκουλάκη, Καρτέλ (εξαμηνιαίο περιοδικό ψυχανάλυσης), τχ. 2, Δεκέμβριος 2011, σσ. 76-89.
Rago, Michele, «Jean-Paul Sartre (1905-1980)», μτφρΜπέττυ Βακαλοπούλου, Σύγχρονα Θέματα, τχ. 8 (1980), σσ. 108-110.
Βικτόρ, Πιερ [Victor, Pierre], «O Σαρτρ και ο αριστερισμός», μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Διαβάζω, τχ. 127 (1985), σσ. 54-58.
Ζιραρντέν, Ζαν-Κλωντ [GirardinJeanClaude], «Ο Σαρτρ και ο μαρξισμός», μτφρ. Κώστας Τσιταράκης,Διαβάζω, τχ. 127 (1985), 48-53.

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΣΑΡΤΡ 

«Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Διαβάζω, τχ. 455, Οκτώβριος 2004, σσ. 84-115.
Διαβάζω, τχ. 127 (1985).

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΣΑΡΤΡ ΣΕ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ 

Βώκος, Γεράσιμος, «Ζαν-Πολ Σαρτρ. “Οι Βαστίλες του Ρεϊμόν Αρόν”», Το Βήμα (Νέες Εποχές) 13 Μαρτίου 2005.
Γιώργος Μπουγελέκας, «Ο Σαρτρ και το πορτρέτο του αντισημίτη», Η Αυγή της Κυριακής / «Ενθέματα», 11 Μαΐου 2014.
Σταματίου, Κώστας, «Μέρες του Σαρτρ στην (άθλια) Ελλάδα του ‘37», Τα Νέα, 20 Απριλίου 1991, σσ. 14-15/38.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΓΙΑ ΣΑΡΤΡ 

Κατσιμίτσης, Μ., «Σαρτρ: Η υπερβατικότητα του εγώ», Βιβλιοκρισία του Ζαν-Πωλ Σαρτρ: Η υπερβατικότητα του Εγώ. Σχεδίασμα μιας φαινομενολογικής περιγραφής(μτφρ. Αλέξης Ζήρας· Αθήνα: Αρμός 2014). Κριτικά 2014-01.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ 


JEAN-PAUL SARTRE - RAYMOND ARON Παράλληλοι βίοι αντίθετες διαδρομές

της  Λαλίνα Φαφούτη*



JEAN-PAUL SARTRE - RAYMOND ARON
Ο στρατιώτης και ο αξιωματικός

ΕΦΕΤΟΣ (2005) συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ζαν-Πολ Σαρτρ και του Ρεϊμόν Αρόν. Ηταν οι δύο αντίθετοι πόλοι των ιδεολογικών ρευμάτων του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Ο ένας εξέφρασε το πάθος και το όραμα, ο άλλος τη λογική και την αποδοχή της πραγματικότητας. Παράξενοι βίοι δύο ανθρώπων, που μόνο παράλληλοι δεν είναι. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται συνεχώς αλλά για να χωρίσουν. Φίλοι στο πανεπιστήμιο, σχεδόν μαζί υπότροφοι στο Βερολίνο, μαζί και στον στρατό. Και οι δύο εναντίον του κατακτητή στον πόλεμο, αλλά ο Σαρτρ από το Παρίσι και ο Αρόν από το Λονδίνο, με τον Ντε Γκωλ. Ο Σαρτρ παραιτείται από την πανεπιστημιακή καριέρα ενώ η καριέρα του Αρόν είναι ακαδημαϊκή. 
Ο ένας είναι αριστερός, ο άλλος είναι δεξιός και συγκρούονται την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο Σαρτρ στέκεται περισσότερο στο πλευρό της Σοβιετικής Ενωσης ενώ ο Αρόν βρίσκεται πιο κοντά στον Ατλαντικό σύμμαχο. Εχει κανείς την εντύπωση ότι ο Αρόν είναι αξιωματικός - και το αποδέχεται - ενώ ο Σαρτρ επιθυμεί να παραμείνει στρατιώτης. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ έτσι. Ας σταματήσουμε εδώ. Ο καθένας μπορεί να διαλέξει τον ήρωά του, μια και στα μυθιστορήματα μπορούμε να δώσουμε το τέλος που μας αρέσει».

«Kαλύτερα να κάνεις λάθος με τον Σαρτρ παρά να έχεις δίκιο με τον Αρόν». Το παλαιό σύνθημα της γαλλικής Αριστεράς επανέρχεται αυτές τις ημέρες και προβληματίζει για άλλη μία φορά τον γαλλικό Τύπο. Αφορμή το έτος 2005 και η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση των δύο μεγάλων εκπροσώπων της γαλλικής διανόησης του 20ού αιώνα. Σήμερα, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι μιλούν για τον «θρίαμβο» του φιλελεύθερου, φιλαμερικανού Αρόν και την αποδεδειγμένη ήττα τουλάχιστον της πολιτικής σκέψης του μεγάλου αντιπάλου του, του Σαρτρ. H γενική τάση, ωστόσο, εκτός των επετείων, τους θεωρεί και τους δύο παραμελημένους και ξεχασμένους.
* Ορκισμένοι αντίπαλοι
«Δυστυχώς ο Σαρτρ και ο Αρόν, όπως και στη ζωή, είναι ενωμένοι και στον θάνατο» γράφει ο Στιβ Φούλερ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ, σε άρθρο του στο «Project Syndicate». «Και οι δύο έχουν αποκηρυχθεί, αγνοηθεί ή υποτιμηθεί από όλους τους τομείς - φιλοσοφία, λογοτεχνία, κοινωνιολογία, πολιτική - στους οποίους συνεισέφεραν με το πλούσιο έργο τους. Σήμερα τους θυμούνται περισσότερο για τη στάση τους παρά για αυτά που πραγματικά είπαν».
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και ο Ρεϊμόν Αρόν ακολούθησαν βίους παράλληλους και αλληλοσυγκρουόμενους ως το τέλος της ζωής τους και, όπως φαίνεται, και ύστερα από αυτό. Είναι γνωστοί σαν ορκισμένοι αντίπαλοι, οι εκφραστές δύο αντίθετων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Παρ' όλα αυτά η σχέση τους είχε ξεκινήσει σαν μια βαθιά φιλία και πνευματική ανταλλαγή. Ηταν, όπως οι ίδιοι έλεγαν, «φιλαράκια». Κατέληξαν να γίνουν «Κάιν και Αβελ»«αδελφοί εχθροί». Ξεκίνησαν τη διαδρομή τους μαζί, κινήθηκαν όμως ο ένας προς τα αριστερά και ο άλλος προς τα δεξιά, προς δύο αντίθετα άκρα. Και αν ο ένας έγινε ο πλέον φλογερός υπερασπιστής του κομμουνισμού και ο άλλος ο πλέον αυστηρός κριτής του, δεν έπαψαν ποτέ να συνδέονται με μια ιδιαίτερη σχέση.
Παρά τις πικρές επιθέσεις από τον Σαρτρ και τις δεκαετίες της ιδεολογικής διαφωνίας τους, ο Αρόν δεν στράφηκε ποτέ σε προσωπικό επίπεδο εναντίον του παλαιού φίλου του. Προς το τέλος της ζωής τους αντήλλαξαν μια χειραψία στο Μέγαρο των Ηλυσίων και αγωνίστηκαν για έναν κοινό σκοπό, τους πρόσφυγες του Βιετνάμ. Ακόμη και στην εποχή της μεγάλης ψυχρότητάς τους υπήρχε μεταξύ τους ένα είδος άρρηκτου δεσμού και μια μορφή εκτίμησης. «Ο Σαρτρ είναι μεγαλοφυΐα, όχι εγώ» συνήθιζε να λέει ο Αρόν, ο άνθρωπος που μύησε τον «πάπα» του υπαρξισμού στη φαινομενολογία του Χούσερλ.
* H μύηση στον Χούσερλ
Ο Ρεϊμόν Αρόν γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1905, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ τρεις μήνες αργότερα, στις 21 Ιουνίου. Θα συναντηθούν το 1924 ως πρωτοετείς φοιτητές στην Ecole normale supérieure. Τρίτος της παρέας, ο συμμαθητής από το Λύκειο και στενός φίλος του Σαρτρ,Πολ Νιζάν. Στις διπλωματικές εξετάσεις για την agregation στη Φιλοσοφία το 1928 ο Ρεϊμόν Αρόν έρχεται πρώτος στη βαθμολογία. Ο Σαρτρ απορρίπτεται, για να εξασφαλίσει την πρωτιά την επόμενη χρονιά, το 1929. Δεύτερη σε αυτές τις εξετάσεις είναι η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μετέπειτα σύντροφος της ζωής του. Φεμινίστριες έχουν υποστηρίξει ότι, αν η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν ήταν γυναίκα και ο Σαρτρ δεν ήταν «normalien», η νεαρή, κατά τρία χρόνια μικρότερή του, φοιτήτρια θα είχε έρθει πρώτη. H ίδια ωστόσο έχει γράψει στα απομνημονεύματά της ότι όταν ο Σαρτρ και ο Αρόν συζητούσαν την απέκλειαν από την κουβέντα γιατί το μυαλό της δούλευε πολύ αργά σε σχέση με το δικό τους.
Μετά την agregation ο Αρόν γίνεται λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας και ο Σαρτρ κατατάσσεται για τη στρατιωτική του θητεία. Επιστρέφοντας διορίζεται καθηγητής στη Χάβρη.
Ο Αρόν βρίσκεται στο Βερολίνο. Σε μια συνάντησή τους ένα βράδυ στο Παρίσι ο Αρόν μιλάει στον Σαρτρ για τη φαινομενολογία του Χούσερλ. Για να κάνει πιο παραστατικά όσα έλεγε, χρησιμοποιεί το ποτήρι της μπίρας του: η φαινομενολογική ανάλυση με ένα ποτήρι μπίρα στη «Ναυτία» αποτελεί φόρο τιμής του Σαρτρ στον Αρόν και σε αυτή τη «μύηση». Ο Σαρτρ εντυπωσιάζεται τόσο από τη φαινομενολογία, ώστε το 1933 φεύγει για το Βερολίνο για να τη μελετήσει περισσότερο.
* Ο Μάης του '68 και η ρήξη
H παραμονή των δύο στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930 τους φέρνει σε επαφή με την άνοδο του ναζισμού. Οι μετέπειτα επικριτές του θα προσάψουν στον Σαρτρ ότι ακολουθώντας το γενικό ρεύμα υποτίμησε αυτό το φαινόμενο, θεωρώντας ότι σύντομα θα υποχωρούσε, αντίθετα με τον εβραϊκής καταγωγής Αρόν ο οποίος διέβλεψε αμέσως τον κίνδυνο - τον «σατανικό χαρακτήρα», όπως έλεγε - της ιδεολογίας του Χίτλερ. Οταν ξεσπάει ο πόλεμος, ο Αρόν πηγαίνει στο Λονδίνο, όπου γίνεται αρχισυντάκτης στην εφημερίδα της Ελεύθερης Γαλλίας του στρατηγού Ντε Γκωλ (δεν υπήρξε ωστόσο ποτέ γκωλικός, όπως επίσης δεν θεώρησε ποτέ ότι ανήκε στη Δεξιά). Ο Σαρτρ επιστρατεύεται, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και μετά γυρίζει στο Παρίσι όπου κάνει τη δική του - για τους εχθρούς του όχι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη - αντίσταση. Μετά το τέλος του πολέμου ο Σαρτρ ασπάζεται θερμά τον κομμουνισμό, ενώ ο Αρόν διατηρεί επιφυλακτική στάση ακολουθώντας την οδό ενός συνετού συντηρητισμού.
Το 1945 η φιλία τους είναι ακόμη στενή και ξεκινούν μαζί την έκδοση των «Σύγχρονων Καιρών». Το 1946, όμως, με αφορμή τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσουν απέναντι στον κομμουνισμό, επέρχεται η ρήξη, η οποία θα οξυνθεί τα επόμενα χρόνια. Ο Μάης του '68 αποτελεί την πιο έντονη στιγμή της προσωπικής τους αντιπαράθεσης. Ο Σαρτρ βρίσκεται στο πλευρό των φοιτητών, ο «μανδαρίνος» Αρόν στο στόχαστρο - όχι μόνο της φοιτητικής εξέγερσης αλλά και του «αδελφού εχθρού» του, ο οποίος εκτοξεύει εναντίον του μερικούς από τους σκληρότερους χαρακτηρισμούς.
Ορισμένοι θεωρούν ότι ο παράφορος χαρακτήρας του Σαρτρ κατέστρεψε τις τρεις σημαντικότερες φιλίες της ζωής του: με τον Νιζάν (τη «δίδυμη ψυχή» του, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε), τον Καμύ, και τον Αρόν. Αλλοι υποστηρίζουν ότι οι προσωπικότητες των συγκεκριμένων ανδρών ήταν πολύ «μεγάλες» για να συνυπάρξουν αρμονικά για πάντα. Ειδικά με τον Αρόν υπήρχε ωστόσο και μια απόλυτη αντίθεση χαρακτήρων. «Από τη μια πλευρά» γράφει η Εταιρεία των Φίλων του Ρεϊμόν Αρόν στην παρουσίαση ενός βιογραφικού ντοκυμαντέρ «η δημιουργική μεγαλοφυΐα, ο Σαρτρ, ο "απόλυτος διανοούμενος" κατά τον Πιερ Μπουρντιέ, φανατικός ερευνητής μιας ηθικής της ελευθερίας,ο οποίος θα συνοδεύσει πολλές γενιές νέων στους ενθουσιασμούς, στις ελπίδες και στις τρέλες τους. Από την άλλη, ο καλός μαθητής, ο νηφάλιος διανοούμενος, σοβαρός σε βαθμό που να γίνεται πληκτικός, ο οποίος θα γίνει ο σκεπτικιστής αναλυτής της φιλελεύθερης κοινωνίας».
* H τελευταία τους συνάντηση
«Ο Αρόν έδειχνε την Ιστορία όπως ήταν, ο Σαρτρ τη σχεδίαζε έτσι όπως θα έπρεπε να είναι»έχει πει ο φιλόσοφος και φίλος του Σαρτρ Φρανσουά Ζορζ. Ο Αρόν αποδείχθηκε ίσως περισσότερο οξυδερκής στις πολιτικές του κρίσεις και σήμερα, όπως γράφει ο διευθυντής του «Nouvel Observateur» Ζαν Ντανιέλ, ο οποίος θυμάται στο κύριο άρθρο του τη συμβολή του φιλοσόφου στη γέννηση του περιοδικού και τη γενναιοδωρία του, οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν τον Σαρτρ με μια «κριτική απόσταση». H συμβολή του ωστόσο στη σύγχρονη σκέψη είναι τεράστια. «Για μένα» καταλήγει ο κ. Ντανιέλ «μερικές από τις μεγαλύτερες στιγμές της στρατευμένης φιλοσοφίας του 20ού αιώνα είναι η αντιπαράθεση του Σαρτρ με τον Καμύ και η δημοσίευση της "Κριτικής της διαλεκτικής κριτικής", όπως και η κατάρριψη αυτής της κριτικής από τον Ρεϊμόν Αρόν στο "Ιστορία και διαλεκτική της βίας"».
Επί δεκαετίες ο Σαρτρ και ο Αρόν διαφώνησαν και ήρθαν σε αντιπαράθεση σχεδόν για τα πάντα: για τον κομμουνισμό, τον μαοϊσμό, τον Μάη του '68, την Κούβα, την Αμερική, το Βιετνάμ. Το 1979 ωστόσο και προς γενική έκπληξη έβαλαν στην άκρη τις διαφωνίες τους και συνεργάστηκαν στην πρωτοβουλία «Ενα καράβι για το Βιετνάμ» ζητώντας από τονΒαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν βίζες για τους «boat people», τους βιετναμέζους πρόσφυγες. Ηταν η τελευταία τους συνάντηση. Ο Σαρτρ πέθανε την επόμενη χρονιά, ο Αρόν λίγο αργότερα, το 1983. Ο Αντρέ Γκλυξμάν, από τους διοργανωτές αυτής της πρωτοβουλίας, περιγράφει σε άρθρο του στο «Express» τη στιγμή που έφευγαν από το προεδρικό μέγαρο απογοητευμένοι, έχοντας αποσπάσει πολύ λιγότερα από όσα περίμεναν: «Θα θυμάμαι πάντα τη φράση του Αρόν βγαίνοντας από το Μέγαρο των Ηλυσίων: "Εχουν ξεχάσει ότι η Ιστορία είναι τραγική". Ο Σαρτρ μου είχε εμπιστευθεί το ίδιο ακριβώς συναίσθημα, αλλά με πολύ πιο έντονα λόγια».
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  13/03/2005 εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζαν Πωλ Σαρτρ

«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.


Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».(από την Σιμόν στο Ζαν Πωλ που απουσίαζε για λιγο από κοντά της)

 


Συγγραφέας, διανοούμενη, φεμινίστρια, ακτιβίστρια, μούσα ζωής του υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες μορφές του 20ού αιώνα. Πρωθιέρια του φεμινισμού με  «ελευθεριάζοντα» τρόπο ζωής μια διαρκή πρόκληση  για τα ενοχλημένα αυτιά…
Γεννημένη στο Ρασπάιλ στο Παρίσι. Ευγενής απ τον πατέρα της εξ ου και το «de» . Άριστη μαθήτρια, σε σημείο που  ο πατέρας της καμάρωνε ότι είχε αντρικό μυαλό. Η μητέρα της,( Φρανσουάζ Μπρασέρ), ένθερμη καθολική μεγαλοαστικής καταγωγής. Η Σιμόν χρειάστηκε να ενηλικιωθεί για να αναθεωρήσει τις θρησκευτικές απόψεις της και να αποδεχθεί τον αθεϊσμό. Από την αδελφή της, Πουπέτ, κατά δύο χρόνια μικρότερη, διδάχθηκε τη συντροφικότητα. Παρέμειναν φίλες για μια ζωή.
Σπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στην Σορβόννη, όπου εντυπωσιάζει τους πάντες τόσο με την πρώιμη γοητεία της όσο και με τον δυνατό της νου.
Εκεί στα 21 της, κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασής της για το έργο του φιλοσόφου Λάιμπνιτς «Μοναδολογία», γνώρισε τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τον μόνο συμφοιτητή της που έμελλε να αποφοιτήσει με υψηλότερο βαθμό από τον δικό της.
Την πολιορκεί αγρίως ο Ρενέ Μαέ, στενός φίλος του Σαρτρ. Ο Μαέ και όχι ο Σαρτρ, όπως πιστεύαμε έως προσφάτως, της δώρισε το περιλάλητο παρωνύμιό της Κάστορας, παίζοντας με την ομοιότητα του επωνύμου Beauvoir με το beaver (κάστορας στα αγγλικά). Αλλά η Σιμόν δεν ενδίδει στον ευπαρουσίαστο Μαέ και θέλγεται από την ακαταμάχητη δύναμη του πνεύματος του ομολογουμένως κακοφτιαγμένου Ζαν-Πωλ.

Στις 14 Οκτωβρίου του 1929 η Σιμόν θα επιτρέψει στον Σαρτρ να την κάνει γυναίκα, εκκινώντας έτσι για το μεγάλο και ταραχώδες ταξίδι της στον κόσμο του σεξ.Η ένθερμη αλλά εξαρχής αντισυμβατική σχέση τους, υμνήθηκε από πολλούς μοντέρνους διανοητές. Εφαρμόζοντας τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Σαρτρ περί απόλυτης ελευθερίας του ατόμου, δεν παντρεύτηκαν ποτέ ,ούτε καν συγκατοίκησαν, πλην συντομότατων περιόδων, δεν τεκνοποίησαν ποτέ, ενώ σύνηψαν πολυάριθμες ερωτικές σχέσεις. Το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ διατηρούσε ένα κύκλο φίλων και εραστών γνωστό ως «η οικογένεια».Σε αυτόν περιλαμβάνονταν και μαθητές τους, γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκαν αργότερα.
Μια γνωστή ερωτική ιστορία συνέβη όταν η Σιμόν ταξίδεψε στο Βερολίνο και γοητεύτηκε από την φιλόδοξη φοιτήτρια της, Όλγα Καζάκιεβιτς, η οποία με την σειρά της γοήτευσε τον Ζαν-Πολ Σαρτρ.Ο Σαρτρ ενώ ξετρελάθηκε μαζί της, φρόντισε να σύναψει  σχέσεις και με την αδερφή της, την Βάντα, οπότε η Όλγα γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Ζακ Λοράν Μποστ, ο οποίος ήταν εραστής της Μποβουάρ.
 
Αρχικά εργάστηκε, για την οικονομική της αυτονομία, σαν καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση, και στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 αφιερώθηκε στο γράψιμο. Η Μποβουάρ όπως και ο Σαρτρ δεν είχαν αναμειχθεί στην πολιτική πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1945 η Μποβουάρ με τον Σαρτρ άρχισαν να εκδίδουν την αριστερή επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Σαν αντι-αποικιοκράτες την δεκαετία του ‘50 υποστήριξαν τον αγώνα των Αλγερινών και των Βιετναμέζων για ανεξαρτησία από τη Γαλλία. Αρχικά το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και προσκλήθηκε επίσημα στη Μόσχα και στο Πεκίνο, αλλά έπειτα από την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία (το 1956), στράφηκαν στις διδαχές του Μάο. Το 1960 προσκλήθηκαν στην Κούβα του Κάστρο. Την ταραγμένη, «επαναστατική» δεκαετία του ‘60 η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπήρξε πρωθιέρεια της ανατροπής. Το 1962, η ζωή της Μποβουάρ τέθηκε σε κίνδυνο επειδή μίλησε ανοιχτά ενάντια στην κακοποίηση μιας αλγερινής από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής. Το 1967 ταξίδεψε στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Κατόπιν, με ορμητήριο το περίφημο παρισινό καφέ Les Deux Magots, πρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του 1968. Εκφώνησε πύρινους λόγους και μαζί με τον Σαρτρ και τους σκηνοθέτες Ζαν Λικ Γκοντάρ και Λουί Μαλ, διένειμαν δωρεάν στους δρόμους την εξτρεμιστική μαοϊκή εφημερίδα «Η υπόθεση του λαού».

 Στη δεκαετία του ’70, η Μποβουάρ συμμετείχε σε διαδηλώσεις για το δικαίωμα στη νόμιμη έκτρωση και υπέγραψε το διάσημο κείμενο των 342 επώνυμων γυναικών που δήλωναν ότι είχαν καταφύγει σε παράνομη έκτρωση. Αυτή η πράξη αλληλεγγύης ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους η Μποβουάρ χρησιμοποίησε τη δημοσιότητά της για να προωθήσει την υπόθεση των δικαιωμάτων των γυναικών. Οι Γαλλίδες χρειάστηκε να αγωνιστούν μέχρι το 1975 για να κατακτήσουν το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση μέσα στις δέκα πρώτες βδομάδες εγκυμοσύνης.
 
Σε όλο το παραπάνω διάστημα η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν έβαλε ποτέ τον έρωτα σε δεύτερη μοίρα. Μετά τον Σαρτρ, με τον οποίο είχαν καταλήξει περισσότερο συνεργάτες παρά ζευγάρι, ο αμερικάνος συγγραφέας Νέλσον Όλγκρεν (δημιουργός του συγκλονιστικού μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι») και ο γάλλος σκηνοθέτης Κλοντ Λανζμάν ήταν εκείνοι που μίλησαν περισσότερο στην καρδιά της.
Με τον συνομήλικό της Όλγκεν γνωρίστηκε στο Σικάγο, κατά το πρώτο ταξίδι της στις ΗΠΑ (το 1947). Την πήρε από το πανεπιστήμιο όπου έδινε διάλεξη και τη μύησε στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Σύντομα έγιναν φλογεροί εραστές και ταξίδεψαν μαζί στον μισό κόσμο. Κοντά του η Σιμόν βρήκε τη ζεστασιά και τη ζωντάνια που δεν διέθετε πλέον ο Σαρτρ. Ο Όλγκεν την ήθελε ολόδική του και το 1951 της πρότεινε γάμο. Εκείνη όμως δεν θέλησε να αφήσει τον Σαρτρ ολοκληρωτικά. «Χωρίς τον Σαρτρ δεν θα ήμουν η Σιμόν που αγαπάς, αλλά ένα βρόμικο, εγωιστικό πλάσμα» έγραψε στον Όλγκεν. Τελικά διατήρησαν επαφή ως το 1963, οπότε ο Όλγκεν διέκοψε τη σχέση οριστικά, χολωμένος με την αρρωστημένη προσκόλληση της ερωμένης του στον Σαρτρ, αλλά και με όσα διάβασε στον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας της.  Μάλιστα έφτασε στο σημείο, έξαλλος, να την χαρακτηρίσει «πουτάνα».

Το φλερτ με τον, κατά 17 έτη μικρότερό της, Λανζμάν άρχισε το 1952, οπότε εκείνος προσελήφθη στην επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Ο νεαρός ιδεολόγος τη λάτρευε. Το γεγονός την κολάκευε και ίσως της ξυπνούσε το μητρικό ένστικτο.  Συγκατοίκησαν για δύο περίπου χρόνια. Παραπάνω δεν άντεξε η συγγραφέας, η κατάσταση της φάνηκε σαν παντρειά. Η σχέση τους κράτησε ως το 1958. «Ήταν μια αληθινή γυναίκα» δήλωσε αργότερα ο Λανζμάν. Αποδοκιμάστηκε πάντως από τις φεμινίστριες όταν θέλησε να εκφωνήσει τον επικήδειό της.Να σημειωθεί, για να μην ξεχνιόμαστε, ότι ο Σαρτρ συνδέθηκε ερωτικά με την Εβελίν, την ετεροθαλή αδερφή του Λανζμάν, ένα απαστράπτον σύμβολο του σεξ, για την οποία η Μποβουάρ έγραψε το κορυφαίο, «Η Εβελίν ήταν τόσο όμορφη, που όλοι σάστιζαν με την εξυπνάδα της».
«Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει ήταν να πεθάνει» είπε για τον Ανθρωπάκο της, όπως αποκαλούσε τον Σαρτρ η Σιμόν. Μετά το θάνατο του Σαρτρ, το 1980 από πνευμονικό οίδημα, ξέσπασε ένας σφοδρός πόλεμος ανάμεσα στη Σιμόν και σε μερικές από τις άλλες γυναίκες του σταρ της φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίον και η υιοθετημένη κόρη του, η Αρλέτ Ελκάιμ Σαρτρ, που με μια ανοιχτή επιστολή της προς την Μποβουάρ, δημοσιευμένη στην «Liberation», την κατηγορεί ότι καπηλεύτηκε βάναυσα το θάνατο του, ότι ποδοπάτησε τα πρόσωπα που αγάπησε ο Σαρτρ, ότι από πολύ καιρό πριν του φερόταν σαν να είναι ήδη νεκρός. Η Μποβουάρ δεν απάντησε, αλλά ύστερα από δυο χρόνια έδωσε στην δημοσιότητα τις επιστολές του Σαρτρ προς αυτή, θέλοντας να απόδειξη πόσο πολύτιμη του ήταν και πόσο του είχα σταθεί. Και έγραψε την «Τελετή του αποχαιρετισμού», στην οποία για πρώτη φορά φανερώνονται πράγματα κριμένα επιμελώς ως τότε.
Καταβεβλημένη από τη μοναξιά, άρρωστη από πνευμονία και με μόνη παρηγοριά την υιοθετημένη κόρη της Σιλβί Λε Μπον, η Σιμόν ντε Μποβουάρ πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Σαρτρ σε ηλικία 78 ετών. Θάφτηκε στο παρισινό κοιμητήριο του Μονπαρνάς, δίπλα στον Σαρτρ. Στο χέρι της υπήρχε ένα δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Όλγκεν.
Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή μπόρεσε και έγραψε, «Στην ζωή μου είχα μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία: τη σχέση μου με τον Σαρτρ. Σε περισσότερο από τριάντα χρόνια, μόνο μια φορά πήγαμε για ύπνο τσακωμένοι.»
Αληθεύει ότι πολλοί συνέκριναν την περίπλοκη ερωτική ζωή του ζεύγους Σαρτρ-Μποβουάρ με τις μηχανορραφίες του Βαλμόν και της ντε Μερτείγ στο περιβόητο μυθιστόρημα του Λακλός «Επικίνδυνες σχέσεις».
«Δε γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι»
«Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει»

Το έργο της
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν αρκετά ευκίνητη ως συγγραφέας. Ήταν εξίσου ικανή ως φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, πολιτική θεωρητικός, δοκιμιογράφος, καθώς και ως βιογράφος. Η πείρα ως πρώτη ύλη και φιλοσοφική προσέγγιση ως εργαλείο είναι οι κοινοί τόποι στο έργο της.

 Το 1943 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Η καλεσμένη», όπου μιλάει για τη ζωή με της αδερφές Καζάκιεβιτς.
Το 1947 το «Pour Une Morale de L’ambiguïté» έλαβε λίγη προσοχή είναι ίσως το μοναδικό καλύτερο σημείο εισαγωγής στον Γαλλικό υπαρξισμό. Η απλότητα του έργου είναι αριστούργημα από μόνη της, αφού η ντε Μποβουάρ μειώνει την τραχύτητα που πολλοί συνδέουν με την ανάγνωση του υπεραναλυτικού «Το Είναι και το Τίποτα» του Σαρτρ, σε λίγες σελίδες συγκριτικά ελαφρού διαβάσματος.
Το 1949 σε ηλικία 41 ετών η Ντε Μποβουάρ είχε μιλήσει αρκετά για τον εαυτό της, έχοντας συμπληρώσει τέσσερις αυτοβιογραφικούς τόμους, και προχώρησε στη συγγραφή του «Δεύτερου φύλου» το βιβλίο σταθμός στην πορεία της.
Ερεύνησε τις θεωρίες για τον ορισμό του τι είναι γυναίκα από κοινωνική άποψη και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες καταλήγουν να αποδέχονται τις συγκεκριμένες ιδέες για τη θέση τους. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια ιστορική ανάλυση για τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης και μια κριτική της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Επέκρινε την έμφαση που έδιναν οι κοινωνικές συμβάσεις στη μητρότητα και την οικογένεια. Αναφέρεται στη σημασία του να ελέγχουν οι ίδιες οι γυναίκες τη γονιμότητά τους, δηλαδή στο δικαίωμα για ασφαλείς, νόμιμες εκτρώσεις και βοήθεια στο μεγάλωμα των παιδιών. Στα τελευταία κεφάλαια, συζητά την έννοια της «ανεξάρτητης γυναίκας». Τονίζει την αναγκαιότητα για την οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία από τους άντρες, κάτι που θα έρθει με τη δουλειά εκτός σπιτιού και κατακρίνει το διπλό φορτίο του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών μαζί με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες. Καταλήγει στην ανάγκη για πραγματικά ισότιμες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, ώστε οι γυναίκες να εξελιχθούν δημιουργικά σαν άνθρωποι.
Υπάρχουν αδυναμίες στο έργο της Μποβουάρ, κάποιες από αυτές τις αναγνώρισε η ίδια αργότερα. Για παράδειγμα, ανέφερε στη βιογράφο της «Αν έγραφα σήμερα το “Δεύτερο Φύλο”, θα βασιζόμουν σε μια υλιστική, όχι ιδεαλιστική θεωρητική βάση για την καταπίεση των γυναικών». Δεν επανήλθε στο ζήτημα αυτό όμως, έτσι είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς μέχρι ποιο σημείο η σκέψη της είχε εξελιχτεί.

 
 Ως καθηγητές διορισμένοι σε διαφορετικές πόλεις, έμαθαν να παίρνουν τα τρένα και να συναντούν ο ένας τον άλλον σε καφέ, τρώγοντας αλλαντικά και πίνοντας κρασί, πότε στη βρώμικη Χάβρη, πότε στη συμπαθητική Ρούεν.
Εκείνη του συμπαραστάθηκε όταν ο Σαρτρ, αφού κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν τεράστιοι αστακοί.
Επέζησαν των ζοφερών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θρυμμάτισαν την ψευδαίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι, αλώβητοι από την ιστορική συγκυρία – μία ψευδαίσθηση που μάλλον έτρεφε κυρίως η Μποβουάρ, αφού ο Σαρτρ επιδείκνυε πάντοτε μία ακατανίκητη υπομονή που έφτανε ενίοτε τα όρια της στωικότητας, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το 1940, ο Σαρτρ πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε για μήνες σε γερμανικό στρατόπεδο, μέχρι που το έσκασε. Δεν σταμάτησε να της γράφει γράμματα. Κι εκείνη δεν σταμάτησε να τρέμει για τη ζωή του, εγκλωβισμένη στο κατεχόμενο Παρίσι.
Η σχέση τους ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία τους, δεν έλειψαν και τα menages a trois με νεαρές συνήθως μαθήτριες της ίδιας και άλλες κοπέλες του κύκλου τους. Το τι έκταση και επιτυχία είχαν αυτά τα πειράματα δεν είναι γνωστό.
Η ζήλια δεν ήταν συναίσθημα που εμφανίστηκε στις ζωές τους. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον – ή να κατακτηθούν. Αλλά ήξεραν πάντοτε πόσο μεγάλη τύχη ήταν που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τότε δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν, συμπαρασύροντας ο ένας τον άλλον στην κορυφή.
Ο Σαρτρ ήταν πάντα ο νούμερο ένας άντρας στη ζωή της. Και η Μπουβουάρ η νούμερο ένα γυναίκα στη δική του. Μόνο ο Αμερικανός συγγραφέας Νέλσον Άλγκρεν τη συγκίνησε σε σχεδόν αντίστοιχο βαθμό – και σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της, ήταν ο πρώτος άντρας που την έφερε πραγματικά σε οργασμό, στα 39 της.
Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, γνώρισαν τον Τσε, τον Φιντέλ, όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Φωτογραφήθηκαν παρέα αμέτρητες φορές. Έγιναν το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
 
Όταν στη δεκαετία του ’70, ο Σαρτρ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Μποβουάρ ξεκίνησε να του παίρνει συνεντεύξεις, μεγάλες, ατελείωτες συνεντεύξεις για να διασώσει ατόφια την υπέροχη σκέψη του προτού αυτή σφαλίσει για πάντα.
Ο Σαρτρ πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» (1981) ήταν ο πιο γλυκός, σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε έναν αιώνιο φίλο. Δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι άλλο. Περίμενε ήσυχα, υπομονετικά να έρθει και το δικό της, τυπικό φινάλε. Και ήρθε, 6 χρόνια αργότερα.
Τώρα ο Σαρτρ και ο μελαγχολικός Κάστοράς του γευματίζουν αλλού…..
Να μια χαρακτηριστική των απόψεων του Σαρτρ συνέντευξη..
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως είστε συνεσταλμένος; Μας έχουν πει πως στη δημόσια ζωή σας βρίσκεστε σχεδόν μόνιμα περικυκλωμένος από ελκυστικές γυναίκες που σας θαυμάζουν.
ΣΑΡΤΡ: Είναι γεγονός πως πάντα προσπαθούσα να βρίσκομαι σε περιβάλλον γυναικών που τουλάχιστον είναι συμπαθείς στη θέα. Το παραδέχομαι και ντρέπομαι γι’ αυτό. Η βασική όμως αιτία που περιβάλλομαι από γυναίκες είναι απλώς ότι προτιμώ την συντροφιά τους, από την συντροφιά των ανδρών. Κατά κανόνα βρίσκω τους άνδρες βαρετούς. Έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και μιλούν για διάφορα πράγματα. Στην γυναίκα όμως υπάρχουν ιδιότητες που προέρχονται από τη γυναικεία φύση της κι από το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα υποχείρια και συνένοχος. Και γι’ αυτό η ευαισθησία της είναι πολύ ευρύτερη από του άνδρα. Διαθέτει τον εαυτό της. Παραδείγματος χάρη δεν μπορεί κανείς να κάθεται στο καφενείο και να συζητάει με έναν άνδρα, για τον κόσμο που περνάει από ‘κει. Βαριέται την κατάσταση αυτή και θυμάται τις επαγγελματικές του ανησυχίες, ή καταφεύγει σε διάφορα διανοητικά γυμνάσματα. Τα διανοητικά όμως γυμνάσματα είναι κάτι που μπορώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά εντελώς μόνος μου. Στην πραγματικότητα νιώθει κανείς μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν παλεύει με τις λέξεις και τα προβλήματά του μόνος του. Ποτέ οι συζητήσεις με τους άνδρες δεν μ’ ευχαριστούν πολύ. Η συζήτηση πάντα σβήνει. Από τη γυναίκα όμως έχεις την συναίσθηση ενός διαφορετικού όντος, μιας νοημοσύνης ίσως ανώτερης από του άνδρα και που δεν περιορίζεται από τις ίδια σκοτούρες.
” Έρωτας-ελεγε ο Σαρτρ- είναι ο παράφορος πόθος δύο σωμάτων και η αγωνιώδης αναζήτηση δύο ψυχών”…
‘Eρωτας είναι οι δύο σε ένα…αλλά
“Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει”…έλεγε η Σιμόν και υποκλινόμαστε….

πηγή: redflecteur
http://aeginalight.gr/article.php?id=49947

Αποκαθήλωση μιας σχέσης

         ΑΠΟΚΟΜΜΑ  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ            
Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 22 Μαΐου 2011



ΤΗΣ ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)



 Η ταν καλοκαίρι του 1929 όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ, εμβληματική φιγούρα του φεμινισμού, και ο Ζαν- Πολ Σαρτρ, κορυφαίος φιλόσοφος του υπαρξισμού, έκλεισαν μια συμφωνία που τήρησαν ώς το τέλος της ζωής τους.
Εγιναν οι «αιώνιοι εραστές» και προκάλεσαν τα ήθη της εποχής υπερασπιζόμενοι την ελεύθερη συμβίωση.
«Η περιβόητη συμφωνία τους έμελλε ν' αλλάξει το πρότυπο του αξιοπρεπούς γάμου, εισάγοντας την έννοια της ελευθερίας ενός άντρα και μιας γυναίκας, που ζουν ως ζευγάρι, να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με τρίτα άτομα χωρίς αυτό να επηρεάζει την αφοσίωση του ενός προς τον άλλο. Κράτησε περισσότερο από μισόν αιώνα και έγινε σύμβολο για πολλές μεταγενέστερες γενιές», επισημαίνει η Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς στην ογκώδη, αποκαλυπτική βιογραφία τους «Επικίνδυνη σχέση», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Αγκυρα», σε μετάφραση Βίκης Δέμου.
Επικίνδυνη μάλλον για τους άλλους, αφού οι δύο διανοούμενοι επιδίδονταν στη σεξουαλική εκμετάλλευση των μαθητών τους, σύμφωνα με τη βιογράφο τους, η οποία κυρίως στηρίχτηκε στα ημερολόγια και στην αλληλογραφία των Σαρτρ - Ντε Μποβουάρ, που της εμπιστεύτηκε η υιοθετημένη κόρη τους και κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου τους, Σιλβί Λε Μπον ντε Μποβουάρ.
Ενα από τα πρώτα «θύματά» τους ήταν η ανήλικη Ολγα Κοζάκιεβιτς κι όπως πολύ παραστατικά περιγράφει η Σέιμουρ Τζόουνς: «Οταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ έφτασε στη Ρουέν, τον Οκτώβριο του 1932, για να αναλάβει τη θέση της στο Λύκειο Ζαν ντ' Αρκ, τις πρώτες μέρες δεν έδωσε σχεδόν καμιά σημασία στο χλομό, σκυθρωπό πρόσωπο της δεκαεφτάχρονης ρωσίδας μετανάστριας που καθόταν στα πίσω θρανία της τάξης. Οι συμμαθήτριές της της είχαν δώσει το παρατσούκλι "la petite Russe". Ωστόσο, μέσα σε έξι μήνες, η μικρή Ρωσίδα έμελλε να εμπνεύσει στην Μποβουάρ ένα πάθος εξίσου δυνατό μ' εκείνο που θα ξυπνούσε μέσα της ένας άντρας. Η Ολγα υπήρξε ο καταλύτης που απελευθέρωσε τη φαντασία της Μποβουάρ και της ενέπνευσε την "Προσκεκλημένη" (L'Invitee), το πρώτο μυθιστόρημά της που έφτασε στο τυπογραφείο. Μούσα και μοντέλο συνάμα, μυθοποιήθηκε από την Μποβουάρ ως "Ξαβιέ" και από τον Σαρτρ ως "Ιβιτς" στην τριλογία του "Les Chemins de la liberte" (Οι Δρόμοι της Ελευθερίας). Στα μάτια της δασκάλας της, της Σιμόν, που την περιγράφει ως "perle noire", το μαύρο μαργαριτάρι που τόσο λαχταρούσε να σκεπάσει τα "μαργαριταρένια μάγουλά" του με φιλιά, το κορίτσι έγινε ένα ανεκτίμητο κόσμημα, το οποίο δεν άργησε να λιμπιστεί και ο Σαρτρ. Η επιρροή που άσκησε η Ολγα στο μυαλό πρώτα της Μποβουάρ και μετά του Σαρτρ ήταν τόσο ισχυρή, που τους ενέπνευσε τέσσερα βιβλία και τουλάχιστον ένα θεατρικό έργο, το "Huis Clos" ("Κεκλεισμένων των Θυρών")».
Η Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς, που έχει ασχοληθεί και με τη σχέση ανάμεσα στον Τ. Σ. Ελιοτ και την πρώτη του σύζυγο Βίβιαν, συνεχίζει την «αποκαθήλωση» του αγίου ζεύγους των γαλλικών γραμμάτων, αναφερόμενη στην εκπόρνευση της εβραίας μαθήτριας της Μποβουάρ Μπίνενφελντ Λαμπλέν, την οποία το ζευγάρι εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκείνη την εποχή η Μποβουάρ διατηρούσε σχέση και με τον Ζακ Λοράν-Μποστ, μαθητή του Σαρτρ, ο οποίος τον Ιούλιο του 1937 συνόδεψε το ζευγάρι σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, με το πλοίο «Cairo City».
Η συγγραφέας του «Δεύτερου φύλου» έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, αντιθέτως ο Σαρτρ είχε τα νεύρα του καθώς βρισκόταν μακριά από τη Βάντα, την αδελφή της Ολγας Κοζάκιεβιτς, κι όλα του φαινόταν άσχημα: «Το 1960, η Μποβουάρ αναφερόταν με λυρισμό στο πέρασμά τους από τις Κυκλάδες: τους αιματοβαμμένους λόφους που βυθίζονταν στη θάλασσα της Σαντορίνης, τις νύχτες στην ταράτσα του ξενοδοχείου, τους Δελφούς που ξεπερνούσαν σε ομορφιά όλα τα μέρη του κόσμου, την πεζοπορία μέσα από μαβιά βουνά προς την Ολυμπία (...)», διαβάζουμε στη βιογραφία. «Ο Σαρτρ, ωστόσο -όπως μαρτυρούν τα μακροσκελή του γράμματα στη Βάντα- δεν βρισκόταν διαρκώς στον παράδεισο στη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, καταλήγει στο συμπέρασμα: "Les Grecs sont des peigneculs", (οι Ελληνες είναι κωλογλείφτες). Στους Δελφούς, οι σφήκες τον τρελαίνουν, δεν μπορεί να ανεχθεί τη ρετσίνα: είναι "σιχαμερή". Στην Ολυμπία, τα κουνούπια τον τρώνε ζωντανό... Μόνο όταν φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου τους τελειώνουν τα χρήματα, αρχίζει να εκτιμά την αρχαιότητα. "Είμαι κατευχαριστημένος", γράφει στη Βάντα στις 26 Αυγούστου 1937, στο καράβι προς τη Θεσσαλονίκη».
Η φιλία τους με τον Αλμπέρ Καμί, η περίοδος της γαλλικής Κατοχής, η σχέση τους με τους ναζί αλλά η υπερβολική προβολή που δόθηκε στη συνέχεια για τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση, απασχολούν τη βιογράφο. Ο Σαρτρ εκλήθη να καταταχτεί, παρότι είχε στραβισμό στο ένα του μάτι, ενώ με τη μονάδα του μεταφέρθηκε στη βόρειο Γαλλία. Τον Ιούνιο όμως του 1944 αναγκάστηκαν να παραδοθούν χωρίς να έχουν ρίξει ούτε μια σφαίρα.
Ο ίδιος περιγράφει: «Εμείς, οι οπλίτες και οι λοχίες μείναμε μαζί· πήγαμε για ύπνο και, το επόμενο πρωί, ακούσαμε φωνές, πυροβολισμούς, κραυγές. Ντύθηκα στα γρήγορα· ήξερα πως όλα εκείνα σήμαιναν ότι θα με έπιαναν αιχμάλωτο». Κρατούμενος μαζί με άλλους 14.000 στρατιώτες στο Μπακαρά, ανάμεσα στο Στρασβούργο και το Νανσί ένιωθε προδομένος: «Είμαστε οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, είμαστε οι κατακτημένοι, οι δειλοί, τα παράσιτα, τα απορρίμματα της γης· χάσαμε τον πόλεμο· είμαστε άσχημοι και είμαστε ένοχοι, είμαστε παρίες...».
Ωστόσο, βρήκε την ευκαιρία για... αντίσταση. Εγραψε και ανέβασε στο στρατόπεδο το θεατρικό έργο «Μπαριονά ή ο Γιος της Αστραπής», που είναι η ιστορία του αρχηγού ενός χωριού που ξεσηκώνεται ενάντια στους ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. «Το θέμα του έργου, που διαδραματιζόταν σε ένα χωριό κοντά στη Βηθλεέμ, στις 24 Δεκεμβρίου, είχε επιλεγεί», έλεγε ο Σαρτρ, «ώστε να απευθύνεται τόσο στους πιστούς όσο και στους άπιστους των Χριστουγέννων. Για τους κρατούμενους, το έργο αποτελούσε ένα συγκαλυμμένο κάλεσμα να αντισταθούν, παρ' όλο που το μήνυμά του, περιβεβλημένο από τη μυθολογία των Χριστουγέννων, δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο όσο ήλπιζε ο συγγραφέας. "Οι Γερμανοί δεν το κατάλαβαν", έλεγε ο Σαρτρ, "το είδαν ως ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο έργο. Αλλά οι γάλλοι κρατούμενοι έπιασαν το νόημα"».
Μάλιστα, ο συγγραφέας ανέλαβε τον ρόλο του μάγου Μπαλτάζαρ που εξέφραζε την απορία: Είναι αλήθεια ότι ο Θεός δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό ενάντια στην ελευθερία των ανθρώπων; Ο άθεος Σαρτρ συνειδητοποίησε τότε τι θα έπρεπε να είναι το θέατρο: «ένα σπουδαίο μαζικό θρησκευτικό φαινόμενο... ένα θέατρο των μύθων».
Η αφοσίωσή του στη στρατευμένη τέχνη και η πίστη του στα κομμουνιστικά ιδεώδη μέχρι που τα τανκς μπήκαν στην Πράγα αναπαράγονται στην πολυσέλιδη βιογραφία. Το ταξίδι των δυο διανοούμενων στην Κούβα, όπου γοητεύτηκαν από τον νεαρό Κάστρο («Οχι άλλοι γέροι στην εξουσία!», αναφώνησε ο Σαρτρ) αλλά και στη Σοβιετική Ενωση όπου ματαίως προσπαθούσαν να συναντήσουν αυθεντικούς χωρικούς αντί για υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη, σκιαγραφούνται. Οπως και η σχέση του Σαρτρ με τη Λένα Ζονίνα, τη ρωσίδα διερμηνέα του, που ήθελε να την παντρευτεί, παρότι υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν κατάσκοπος της KGB...
Υπό στενή παρακολούθηση του FBI, ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Το Είναι και το Μηδέν», πήγε και στην Αμερική τη δεκαετία του '50, όπου έδωσε σειρά διαλέξεων. Εντύπωση του έκανε ο διαχωρισμός λευκών και μαύρων: «Σε αυτό τον τόπο της ελευθερίας και της ισότητας, ζουν δεκατρία εκατομμύρια παρίες. Σε σερβίρουν στο τραπέζι σου, σου γυαλίζουν τα παπούτσια, σου πατούν το κουμπί του ασανσέρ, κουβαλούν τις αποσκευές σου, αλλά δεν έχουν τίποτα να κάνουν μαζί σου, ούτε κι εσύ μ' αυτούς... Γνωρίζουν ότι είναι πολίτες τρίτης κατηγορίας. Είναι νέγροι. Μην τους αποκαλέσεις ποτέ "αράπηδες"».
Η δε Μποβουάρ, που δεν διακρινόταν για την κομψότητά της, παραξενεύτηκε από τον τρόπο που ντύνονταν οι Αμερικανίδες με σκοπό, όπως συμπέρανε, να παγιδέψουν τον μελλοντικό τους σύζυγο: «Ή τζιν ή μινκ-δυο στολές», έγραφε. «Αυτές οι γυναίκες, που υπερασπίζονται με τόσο πάθος την ανεξαρτησία τους και σε κάθε ευκαιρία δεν διστάζουν να γίνουν επιθετικές με τους άντρες, παρ' όλα αυτά ντύνονται για τους άντρες... η αλήθεια είναι ότι τα ρούχα των γυναικών στην Ευρώπη δεν εκφράζουν τέτοια δουλοπρέπεια».
Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του «πρότυπου ζευγαριού» απλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Ο Σαρτρ, που δεν διακρινόταν για την ομορφιά του αλλά και για την καθαριότητά του, αναπαρήγαγε τις πρώτες εντυπώσεις του για τη Σιμόν. «Πιστεύω πως είναι όμορφη», είχε πει σε συνέντευξή του για το American Vogue, το 1965. «Τα έπαιξα όλα για όλα προκειμένου να την γνωρίσω επειδή ήταν όμορφη, επειδή είχε -και έχει ακόμα- το είδος του προσώπου που με τραβάει σε μια γυναίκα. Το θαύμα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι ότι διαθέτει ανδρική ευφυΐα και γυναικεία ευαισθησία. Με άλλα λόγια, είναι όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να επιθυμήσω».
Αλλά και για την Μποβουάρ ο Σαρτρ ήταν ο άντρας με το πνευματικό ανάστημα που μπορούσε να σταθεί δίπλα της, «ενσάρκωνε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον ιδανικό σύντροφο που ονειρευόμουν από τα δεκαπέντε μου», έγραφε στα «Απομνημονεύματα μιας Συνετής Κόρης». «Ηταν ο σωσίας, στο πρόσωπο του οποίου η φλόγα της προσδοκίας μου δυνάμωνε και γινόταν φωτιά».
Αλλωστε το περίφημο δίδυμο, που ταίριαζε απόλυτα στη σκέψη και στον έρωτα, δεν περνούσε απαρατήρητο στις συναναστροφές του. Οπως περιγράφει ο συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ: «Ηταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Εμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να αποτελειώνει τις φράσεις του Σαρτρ και το αντίστροφο...».                                           7


_________
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=277178