διευθυνσεις

Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ξαναδιαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο "Οι λέξεις" του Σαρτρ


Myrsini Zorba
ΑΘΗΝΑ
Βόλτα στη βροχή των λέξεων.

Είναι κάτι μέρες ευτυχισμένες που βρέχει λέξεις με νόημα. Ας το απολαύσουμε με μεγάλη καρδιά κι ανοιχτή διάθεση. Δεν συμβαίνει συχνά, δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι οι λέξεις των δικών μας ανθρώπων, των φίλων που μας νοιάζονται, ένα δυνατό κείμενο, η γενναιοδωρία της καθημερινής ζωής σωστά διατυπωμένη.
Ξαναδιαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο "Οι λέξεις" του Σαρτρ.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Φιλοσοφία και Λογοτεχνία: μια σχέση βάθους

"Φιλοσοφία και Λογοτεχνία"
Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος
Philippe Sabot
Σελ. 288, Gutenberg 2017

Για τη μελέτη του Philippe Sabot «Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος» (εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Γιάννης Πρελορέντζος, εκδ. Gutenberg).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Οι σχέσεις ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία δεν είναι κάτι το άγνωστο. Αν εστιάσει κάποιος μόνο στη Γαλλία και στον 20ό αιώνα, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές οι σχέσεις έλαβαν διάφορες μορφές. Ενδεικτικά, στη διάρκεια μίας πρώτης περιόδου που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, πολλοί φιλόσοφοι ήταν και συγγραφείς: Γκάμπριελ Μαρσέλ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Αλμπέρ Καμί, Ζαν Βαλ. Πολλοί φιλόσοφοι επίσης, έγραψαν κριτικά κείμενα για έργα της λογοτεχνίας: ο Μαρσέλ για τον Ρίλκε και τον Κλοντέλ. Ο Βαλ για τον Νοβάλις, τον Ρίλκε, τον Κλοντέλ, τον Βαλερί και τον Χέλντερλιν. Ο Σαρτρ για μία πλειάδα συγγραφέων, όπως επίσης οι Εμανουέλ Λεβινάς, Ζαν Ιπολίτ, Μερλό-Ποντί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, το φαινόμενο αυτό θα γενικευτεί. Αναφέρω ενδεικτικά και πάλι, κάποιους από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους, οι οποίο αφιέρωσαν ένα μέρος του έργου τους στη λογοτεχνία: Ζιλ Ντελέζ, Μισέλ Φουκό, Ζακ Ντεριντά, Πολ Ρικέρ, Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ, Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ, Αλεν Μπαντιού, Ζακ Ρανσιέρ.
Το βιβλίο του Φιλίπ Σαμπό είναι μία σημαντική συνεισφορά στο πεδίο που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία.
Το βιβλίο του Φιλίπ Σαμπό (γενν. 1969), καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Charles de Gaulle-Lille, είναι σημαντική συνεισφορά στο πεδίο που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Και πρόκειται για μια συνεισφορά η οποία αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό χάρη στην εκτεταμένη εισαγωγή, τη μετάφραση και τις σημειώσεις του Γιάννη Πρελορέντζου, καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το συγκεκριμένο βιβλίο εντάσσεται σε έναν αστερισμό πρόσφατων πονημάτων που κυκλοφόρησαν από Έλληνες συγγραφείς τα τελευταία χρόνια, και μπορεί να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικό του πρόσφατου πονήματος, επίσης, του Πρελορέντζου,Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960.
Στην εισαγωγή του Πρελορέντζου, υπάρχει αρχικά παρουσίαση των σπουδών, της ακαδημαϊκής και ερευνητικής διαδρομής του Σαμπό και των δημοσιεύσεών του. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει πολύ γρήγορα μία εικόνα για το πώς έχουν τα πράγματα σήμερα για τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, με συγκεκριμένες αναφορές σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και πρόσωπα. Στη συνέχεια της εισαγωγής, αναλύεται το παρόν έργο του Σαμπό, μέσα από κριτικές τοποθετήσεις και σχόλια πάνω στις θέσεις και τις επιλογές του Σαμπό. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζονται ταυτόχρονα και όλες οι τάσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα φτάνοντας μέχρι και το σήμερα. Πολύ σημαντικό επίσης για τον Έλληνα αναγνώστη είναι ότι παρέχονται εξαντλητικές βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και πληροφορίες για σχετικά πονήματα και μεταφράσεις στα ελληνικά, σχετικές εκδηλώσεις και συνέδρια που έχουν λάβει χώρα καθώς και πιθανές κατευθύνσεις έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο.
Το κυρίως κείμενο του Σαμπό αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο, αναλύονται οι φιλοσοφικές χρήσεις της λογοτεχνίας και στα επόμενα, τα βασικά σχήματα τα οποία προτείνει ο Σαμπό (το διδακτικό, το ερμηνευτικό και το παραγωγικό) με τα οποία χαρτογραφεί πλήρως, κατά τη γνώμη του, τις διαφορετικές μορφές που έχουν λάβει οι σχέσεις φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Σε αυτά τα σχήματα, θα μπορούσε να προστεθεί και το πειραματικό, αυτό που ο Σαμπό αποκαλεί ως «σκέπτεσθαι υπό τον όρο της λογοτεχνίας» (το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου).
Oι κυρίαρχες τάσεις σήμερα δεν αφορούν απλά την προσέγγιση της λογοτεχνίας μέσα από το πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά πλέον και από τη σκοπιά των φιλολογικών σπουδών. Στο παρόν βιβλίο, ο Σαμπό διερωτάται κατά κύριο λόγο για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένοι φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα.
Γενικότερα, οι κυρίαρχες τάσεις σήμερα δεν αφορούν απλά την προσέγγιση της λογοτεχνίας μέσα από το πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά πλέον και από τη σκοπιά των φιλολογικών σπουδών. Στο παρόν βιβλίο, ο Σαμπό διερωτάται κατά κύριο λόγο για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένοι φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα. Ωστόσο, σε άλλη του μελέτη, ο Σαμπό έχει αναφερθεί και σε ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα, αυτό των σχέσεων ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία από τη σκοπιά της ίδιας της λογοτεχνίας, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο η λογοτεχνία αξιοποιεί τη φιλοσοφία στα κείμενά της. Ένα άλλο επίπεδο διάκρισης ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία αφορά τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε εξωτερική ή εσωτερική σχέση. Πρόκειται για τα δύο διαφορετικά μοντέλα δεσίματος όπως τα κωδικοποιεί ο Σαμπό.
Το βασικό σημείο εκκίνησης του Σαμπό στο παρόν βιβλίο είναι, αφενός, να υπονομεύσει τη διάκριση ανάμεσα σε δύο αυστηρούς πόλους, αυτόν της λογοτεχνίας και αυτόν της φιλοσοφίας. Αφετέρου, να διευρύνει τα όρια εντός των οποίων μπορούν να οριστούν λογοτεχνία και φιλοσοφία, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο και τις επικαλύψεις τους. Για παράδειγμα, ο Θωμάς ο Σκοτεινός του Μορίς Μπλανσό μπορεί θεωρηθεί ως ένα στοχαστικό έργο που επιδίδεται σε έναν προβληματισμό που ανάγεται στο επίπεδο της μεταφυσικής. Από την άλλη όμως, και οι Μεταφυσικοί Στοχασμοί του Ντεκάρτ μπορούν να διαβαστούν ως ένα μυθιστόρημα διάπλασης. Ωστόσο, η έμφαση του Σαμπό είναι σε συγκεκριμένα κείμενα και συγγραφείς τα οποία προσκαλούν με μεγαλύτερη ευκολία μία φιλοσοφική ανάγνωση, όπως τα κείμενα των Μπλανσό, Μπόρχες, Μπέκετ, Μούζιλ, Μαν. Ο Σαμπό εμμένει αρκετά στους τρόπους με τους οποίους η χρήση της φιλοσοφίας μπορεί να είναι προβληματική, όπως για παράδειγμα στα μυθιστορήματα με προαποφασισμένη θέση.
Ταυτόχρονα με τις αναφορές, τα δάνεια και τις κριτικές οικειοποιήσεις του Σαμπό από φιλοσόφους που η σχέση τους με τη λογοτεχνία εντάσσεται σε ένα ή περισσότερα σχήματα από αυτά που αναφέρθηκαν, η ανάλυση οδηγεί σε ερωτήματα τα οποία θέτονται απευθείας από τον Σαμπό ή προκύπτουν σχεδόν αβίαστα: με ποιο τρόπο, τελικά, τα λογοτεχνικά έργα καθίστανται φιλοσοφικά; Τι καθορίζει αν μία συγκεκριμένη σχέση προσθέτει σε ένα λογοτεχνικό έργο ή αφαιρεί από αυτό; Ποια είναι αυτή η «φιλοσοφία» που υπάρχει μέσα στα έργα; Με ποιον τρόπο και από ποιον ταυτοποιείται; Πότε μία σκέψη είναι φιλοσοφική και πότε μία σκέψη είναι απλώς μία σκέψη; Και ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυνατότητες που παρέχει η λογοτεχνία για σκέψη και κατά προέκταση για φιλοσοφική σκέψη; Προφανώς, οι διακρίσεις είναι πολύ λεπτές. Θα είχε νόημα ωστόσο, να τονιστεί ότι η βασική εστίαση της όλης πραγμάτευσης κατευθύνεται κυρίως στο ερώτημα πώς, δηλαδή τι είναι αυτό και με τι τρόπο κάτι φιλοσοφικό υπάρχει στο κείμενο. Ένα ερώτημα το οποίο δεν ταυτίζεται με το πώς ένα λογοτεχνικό κείμενο παράγεται από ή συνδέεται με μία φιλοσοφία, εσωτερική (του ίδιου του συγγραφέα) ή εξωτερική (ενός φιλοσόφου).
Mε ποιο τρόπο, τελικά, τα λογοτεχνικά έργα καθίστανται φιλοσοφικά; Τι καθορίζει αν μία συγκεκριμένη σχέση προσθέτει σε ένα λογοτεχνικό έργο ή αφαιρεί από αυτό; Ποια είναι αυτή η «φιλοσοφία» που υπάρχει μέσα στα έργα; Με ποιον τρόπο και από ποιον ταυτοποιείται; Πότε μία σκέψη είναι φιλοσοφική και πότε μία σκέψη είναι απλώς μία σκέψη; Και ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυνατότητες που παρέχει η λογοτεχνία για σκέψη και κατά προέκταση για φιλοσοφική σκέψη;
Προφανώς, το βιβλίο του Σαμπό, δεν αναφέρεται μόνο στους «ειδικούς», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο πάνω σε ένα δύσκολο και πολυσύνθετο ζήτημα. Ωστόσο, ο πλούτος των βιβλιογραφικών αναφορών, οι συνοδευτικές σημειώσεις, η σαφήνεια των διατυπώσεων, μπορούν να το καταστήσουν μία καλή βάση εκκίνησης για ένα θέμα που αφορά εξίσου συγγραφείς και αναγνώστες. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο διάλογος είναι καίριος, στο βαθμό που υπάρχουν συχνά παρανοήσεις για τους τρόπους με τους οποίους ένα έργο ταυτοποιείται σήμερα ως στοχαστικό ή φιλοσοφικό, και κυρίως, η ευκολία με την οποία γίνεται αυτό. Το ζήτημα είναι ζωτικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη σχέση της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία, μπορεί να εντοπιστεί μία από τις μήτρες από τις οποίες εκπορεύονται επιμέρους βασικά ζητήματα, όπως η σχέση της λογοτεχνίας με την πολιτική.
Τέλος, δεν θα ήταν πλεονασμός να υπογραμμιστεί το εξής: η αυτοσυνείδηση της γραφής ως προς το βάθος της είναι από μόνη της μία δυνατότητα του κειμένου. Αντίθετα, και αυτό είναι τόσο σύνηθες, τα κείμενα που καταφεύγουν σε μια επίφαση βάθους, αυτοαναιρούνται, καταργώντας κάθε δυνατότητα ουσιαστικής εμπλοκής με το κείμενο. Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η επίφαση βάθους, είναι βασικό συστατικό της ευκολο-αναγνωσιμότητας και της ευπωλητότητας. Δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο, επίσης, πόσο συχνά αυτή η επίφαση βάθους αναδιπλασιάζεται, αποκτά μία δεύτερη ζωή μέσα από κείμενα τα οποία παρουσιάζουν (στην ουσία προωθούν) τα βιβλία στα οποία ενυπάρχει αυτό το πλαστό βάθος. Το ζήτημα όμως και πάλι δεν είναι η ευθεία επίθεση και προσβολή της ψυχαγωγίας και των μέσων που μετέρχεται για να αυτοπαρουσιάζεται ως πνευματικά σημαντική. Αντίθετα, θεωρώ ότι είναι η διαρκής αναμέτρηση με ερωτήματα όπως: είναι σημαντική η στοχαστική διάσταση της λογοτεχνίας; Γιατί δεν αρκεί μία φιλοσοφική φιλοσοφία και τι έχει να προσθέσει μία λογοτεχνική φιλοσοφία; (αυτή που παράγεται / ενυπάρχει στα λογοτεχνικά κείμενα) Πρόκειται για βασικά ερωτήματα της σχέσης ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία και είναι πραγματικά ευτύχημα που η πραγμάτευση αυτής της σχέσης υποστηρίζεται πλέον από σημαντικά πονήματα όπως αυτό του Σαμπό, και την εξαιρετική μέριμνα με την οποία προσφέρεται στον Έλληνα αναγνώστη.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
altΦιλοσοφία και Λογοτεχνία
Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος
Philippe Sabot
Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Γιάννης Πρελορέντζος
Gutenberg 2017
Σελ. 288, τιμή εκδότη €13,00











_______

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Ζαν Πολ Σαρτρ, Μια βιογραφία του φιλόσοφου και ιδρυτή του υπαρξισμού

Ζαν Πολ Σαρτρ
Δευτέρα, 2/10 στις 23:00
Tηλεόραση της Βουλής



Δραματοποιημένη σειρά δύο επεισοδίων, γαλλικής παρα­γωγής 2005. Μια βιογραφία του φιλόσοφου και ιδρυτή του υπαρξισμού, Ζαν Πολ Σαρτρ. Οι αγώνες του για τις ιδέες του, η πολυτάραχη ζωή του και η σχέση του με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Διανοούμενοι και Αριστερά


Μετά τον θάνατο του Σαρτρ, του Αρόν και του Φουκό, οι «μεγάλοι διανοούμενοι», αυτοί που είχαν ένα κύρος θεμελιωμένο πάνω στο έργο τους, δεν αντικαταστάθηκαν, λέει σε συνέντευξη του στο γαλλικό περιοδικό «L’ Express», ο Μισέλ Βινόκ ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. «Τη θέση τους πήραν οι μιντιακοί διανοούμενοι, των οποίων η φήμη δεν προέρχεται από το δημιουργικό τους έργο, αλλά από το ταλέντο τους στη σκηνή και στο μικρόφωνο».

του
Θανάση Γιαλκέτση*


Ο Μισέλ Βινόκ είναι ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Η ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «L’ Express».
Μισέλ Βινόκ | 
● Πότε και πώς εδραιώνεται ιστορικά ο δεσμός ανάμεσα στους διανοούμενους και την Αριστερά;
Ο όρος «διανοούμενοι» (ως ουσιαστικό) χρονολογείται από την υπόθεση Ντρέιφους.
Ο Κλεμανσό είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον νεολογισμό για να υποδείξει όσους –συγγραφείς, πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες- υπέγραφαν την έκκληση για αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους.
Σε αυτούς που τάσσονταν υπέρ του Ντρέιφους αντιτάχθηκαν αμέσως διανοούμενοι της Δεξιάς -πιο γνωστός ανάμεσά τους ο Μορίς Μπαρές-, που ήθελαν να υπερασπιστούν τον στρατό.
Αυτή η Δεξιά όμως απέρριπτε τον όρο «διανοούμενος», με αποτέλεσμα επί πολύ καιρό οι διανοούμενοι να ταξινομούνται εξ ορισμού στην Αριστερά.
Η Επιτροπή Eπαγρύπνησης των αντιφασιστών διανοουμένων, που δημιουργήθηκε το 1934, θα υποστηρίξει το Λαϊκό Μέτωπο που νίκησε στις εκλογές του 1936, επιβεβαιώνοντας τον δεσμό διανοουμένων και Αριστεράς.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανυποληψία των δεξιών διανοουμένων, που είχαν συμβιβαστεί με το καθεστώς του Βισί, ολοκληρώνει την τοποθέτηση των διανοουμένων στην Αριστερά.
● Πώς συνέβαλαν οι διανοούμενοι στη διαμόρφωση της θεωρίας της Αριστεράς; Σε ποια αδιέξοδα ή παρεκκλίσεις επίσης συνέβαλαν;
Οσοι τάχθηκαν υπέρ του Ντρέιφους υποκινούνταν από μιαν οικουμενική ηθική υπόθεση: την υπεράσπιση της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Σε μια στιγμή που η κοινοβουλευτική Αριστερά (ακόμη και η σοσιαλιστική Αριστερά) δεν ήταν διόλου πρόθυμη να συμβάλει στην αναθεώρηση της άδικης δίκης που είχε καταδικάσει τον Εβραίο λοχαγό, αυτοί οι διανοούμενοι υπερασπίστηκαν τις ηθικές αξίες της ρεπουμπλικανικής Αριστεράς, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:τα δικαιώματα του ανθρώπου ενάντια στο κρατικό συμφέρον. Αργότερα, εκείνοι που τάχθηκαν υπέρ του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού προίκισαν την Αριστερά με μιαν αντικαπιταλιστική κουλτούρα και εκλαΐκευσαν αυτό που ο Ρεμόν Αρόν αποκαλούσε «μύθο της επανάστασης».
Οι δύο κατηγορίες, η ηθική Αριστερά και η επαναστατική Αριστερά, μερικές φορές ένωσαν τις δυνάμεις τους, όπως στην περίπτωση του πολέμου της Αλγερίας.
Η πιο φανερή παρέκκλιση των στρατευμένων διανοουμένων ήταν η προσχώρησή τους στον σταλινισμό.
Ηδη το 1927, ο Ζιλιέν Μπεντά, με το βιβλίο του «Η προδοσία των διανοουμένων», καταγγέλλει εκείνους που υποτάσσουν τον κριτικό τους λόγο στα πολιτικά πάθη.
● Γιατί η Δεξιά δεν μπόρεσε ποτέ να ασκήσει πραγματική επιρροή στους διανοούμενους;
Υπάρχει μια ιδεολογική και διανοητική Δεξιά, από τον Ζοζέφ ντε Μεστρ ώς τον Σαρλ Μοράς και τον Αλέν ντε Μπενουά, αλλά, με εξαίρεση το Βισί, δεν βρέθηκε ποτέ στην εξουσία, ήταν η παράταξη των ηττημένων.
Η κυβερνητική Δεξιά δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε αυτούς. Ο Σαρκοζί προτιμούσε να αναφέρεται στον Ζορές παρά στον Μπαρές.
Εξάλλου, αυτή η Δεξιά δύσκολα μπορεί να συνεννοείται με τους διανοούμενους, επειδή είναι διαχειριστική, πραγματιστική, χωρίς «μεγάλο σχέδιο».
Υπάρχει βέβαια μια φιλελεύθερη παράδοση που επικαλείται τον Μπενζαμέν Κονστάν, τον Τοκβίλ, τον Αρόν, αλλά στην πλειονότητά τους οι Γάλλοι διανοούμενοι δεν συμπαθούν τον φιλελευθερισμό, και το ηθικό του κήρυγμα, ο προοδευτισμός του, η θέλησή του για σφαιρική εξήγηση της Ιστορίας και της κοινωνίας, ο εξισωτισμός του δεν βρίσκουν καμιάν απήχηση στη Δεξιά.
● Ο δεσμός μεταξύ των αριστερών διανοουμένων και του Σοσιαλιστικού Κόμματος συνέβαλε στην επιτυχία της Αριστεράς το 1981 και στη συνέχεια;
Οχι. Επειδή ένα χάσμα άνοιξε στη δεκαετία του 1970 μεταξύ αριστερών διανοουμένων (ή πολλών από αυτούς) και της Αριστεράς.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 εμφανίζεται το κίνημα των «διαφωνούντων», εκείνων των Ρώσων διανοουμένων που ήρθαν σε ρήξη με τη σοβιετική εξουσία, εμβληματικοί εκπρόσωποι των οποίων είναι ο Σολζενίτσιν και ο Ζαχάροφ.
Αναπτύσσεται τότε στη Γαλλία το αντιολοκληρωτικό κίνημα, εμπνεόμενο από τον Κλοντ Λεφόρ, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και το περιοδικό «Textures», από τον Αντρέ Γκλικσμάν και τους «νέους φιλοσόφους», τον Πολ Τιμπό και το περιοδικό «Esprit».
Η σύγκριση των γραπτών των «αντιολοκληρωτικών» και του σοσιαλιστικού Τύπου φανερώνει το διαζύγιο.
Η κριτική του σοβιετικού κομμουνισμού είναι ένας κίνδυνος για την ενότητα της Αριστεράς και την κατάκτηση της εξουσίας. […]
● Πώς αποδυναμώθηκε ο δεσμός διανοουμένων και Αριστεράς; Εξαιτίας της βαθμιαίας καθίζησης του κόσμου των διανοουμένων ή εξαιτίας διαχειριστικών φροντίδων που συχνά αντιτίθενται στα κοινωνικά ιδεώδη;
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού συνέτριψαν την επαναστατική ελπίδα.
Βέβαια, δεν ήταν όλοι οι αριστεροί διανοούμενοι κομμουνιστές και πολλοί από εκείνους που ήταν κομμουνιστές είχαν απομακρυνθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ωστόσο, μετά τις γενοκτονικές σφαγές του Πολ Ποτ στην Καμπότζη, την εξέλιξη της Κίνας μετά τον θάνατο του Μάο, η ΕΣΣΔ παρέμενε παρ’ όλα αυτά η απόδειξη μιας σοσιαλιστικής δυνατότητας, ενός υλοποιημένου αντικαπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Μεταξύ του 1976 και του 1989 όμως, η λενινιστική πρόκληση του 1917 εξαντλήθηκε.
Ωστόσο, έχετε δίκιο να διατυπώνετε την υπόθεση της «βαθμιαίας καθίζησης του κόσμου των διανοουμένων».
Ενα κεφάλαιο έκλεισε μετά τον θάνατο του Σαρτρ (1980), του Αρόν (1983) και του Φουκό (1984).
Οι «μεγάλοι διανοούμενοι», αυτοί που είχαν ένα κύρος θεμελιωμένο πάνω στο έργο τους, δεν αντικαταστάθηκαν.
Τη θέση τους πήραν οι μιντιακοί διανοούμενοι, των οποίων η φήμη δεν προέρχεται από το δημιουργικό τους έργο, αλλά από το ταλέντο τους στη σκηνή και στο μικρόφωνο.
Η «κοινωνία του θεάματος» χρειάζεται φιλοσόφους ή συγγραφείς για να σχολιάζουν την επικαιρότητα.
Τα οπτικοακουστικά μέσα διαθέτουν έναν μικρό κατάλογο «καλών πελατών» στην υπηρεσία τους, που στην πράξη είναι πάντοτε οι ίδιοι. Εκείνοι που σήμερα αποκαλούνται «διανοούμενοι» περιορίζονται σε αυτή τη χούφτα σχολιαστών, σε αυτή τη χορωδία του οπτικοακουστικού θεάτρου.
Ηδη τα μίντια είναι αυτά που φτιάχνουν τον «διανοούμενο».
Τέλος, κάνατε μια σημαντική παρατήρηση για τις «διαχειριστικές φροντίδες».
Τα μεγαλύτερα θέματα συζήτησης σήμερα προκύπτουν από την οικονομία.
Η γρήγορη παρακμή των ιδεολογιών της σωτηρίας και η αναζωπύρωση της κρίσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού άνοιξαν τις πόρτες των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών στούντιο στους οικονομολόγους.
Οι κλασικοί διανοούμενοι δεν έχουν πολλά να πουν σε αυτές τις συζητήσεις.
Ευτυχώς γι’ αυτούς παραμένουν τα ζητήματα της κοινωνίας, που εγκαλούν τους «καλούς πελάτες». […]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το νόημα της προόδου
Επιστροφή στο σκοτεινό παρελθόν;

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΣΑΡΑ ΜΠΕΪΚΓΟΥΕΛ - Στο καφέ των υπαρξιστών

Η σκέψη έχει όρεξη, οι ιδέες είναι ενδιαφέρουσες, μα οι άνθρωποι ακόμα περισσότερο.

Παρίσι, αρχές της δεκαετίας του 1930. Τρεις νεαροί φίλοι κουβεντιάζουν στο μπαρ Bec de Gaz της οδού Μονπαρνάς πίνοντας κοκτέιλ βερίκοκο. Είναι ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ και ο φίλος τους Ρεϊμόν Αρόν, που τους ανοίγει τα μάτια σ’ έναν νέο, ριζοσπαστικό τρόπο σκέψης. Δείχνοντας το ποτό του, λέει: «Μπορείς να κάνεις φιλοσοφία μιλώντας γι’ αυτό το κοκτέιλ!»
Ξεκινώντας από μια τέτοια στιγμή έμπνευσης, ο Σαρτρ θα δημιουργήσει τη δική του φιλοσοφία της πραγματικής, βιωμένης ζωής – του έρωτα και της ύπαρξης, της ελευθερίας και του επαναστατικού πυρετού. Μια φιλοσοφία που θα συνεπάρει το Παρίσι και θα σαρώσει τον κόσμο, αφήνοντας το σημάδι της στη μεταπολεμική νεανική κουλτούρα και τις φοιτητικές εξεγέρσεις του 1968, στο φεμινισμό, τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα και τους αγώνες για πολιτικά δικαιώματα.
Το Καφέ των υπαρξιστών είναι η ιστορία ενός περιπετειώδους κινήματος στοχαστών και συγγρα- φέων, που ξετυλίγεται από τα σκοτεινά χρόνια της μεσοπολεμικής Γερμανίας μέχρι το αναζωογονημένο μεταπολεμικό Παρίσι και πέρα απ’ αυτό. Μια ιστορία παθιασμένων συναντήσεων, τολμηρών στοχασμών, ερωτικών περιπετειών, δεσμών ζωής αλλά και βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα σε φίλους, συνεργάτες, μέντορες και μαθητές: από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Καρλ Γιάσπερς και τη Χάνα Άρεντ μέχρι τον Σαρτρ και την Μπωβουάρ –«τον βασιλιά και τη βασίλισσα του υπαρξισμού»– και τον ευρύτερο κύκλο φίλων και αντιπάλων όπως ο Αλμπέρ Καμύ, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ ή η Άιρις Μέρντοχ.
Συνυφαίνοντας βιογραφία και σκέψη, η Σάρα Μπέικγουελ μάς ταξιδεύει έτσι στην καρδιά μιας φιλοσοφίας που άγγιξε και άλλαξε την ίδια την ανθρώπινη ζωή αντιμετωπίζοντας τα πιο μεγάλα ερωτήματα: Τι είμαστε και πώς πρέπει να ζούμε; Έχουμε μια καθορισμένη φύση ή μπορούμε να γίνουμε ό,τι διαλέξουμε; Τι σημαίνει να είναι κα- νείς ελεύθερος; Μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή και τον κόσμο μας; Και γιατί αφήνουμε να παύει να μας εκπλήσσει το μοναδικό, ανεπανάληπτο γεγονός της ύπαρξης – ότι είμαστε εδώ, τούτη τη στιγμή, ανάμεσα σε άλλους, σ’ αυτή την άκρη του κόσμου;
~~~~~~~~





















































Αυτή η τρυφερή, διεισδυτική και έξοχη περιγραφή … μου άφησε την ίδια αίσθηση νοσταλγίας και απώλειας που νιώθει κανείς αφού διαβάσει ένα σπουδαίο επικό μυθιστόρημα.
Daily Telegraph





Αυτή η τρυφερή, διεισδυτική και έξοχη περιγραφή … μου άφησε την ίδια αίσθηση νοσταλγίας και απώλειας που νιώθει κανείς αφού διαβάσει ένα σπουδαίο επικό μυθιστόρημα.Daily Telegraph

Σάρα Μπέικγουελ: Στο Καφέ των Υπαρξιστών - Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο

Στο απολαυστικό «Καφέ των υπαρξιστών» της Σάρα Μπέικγουελ νιώθει κανείς βρίσκεται στο Καφέ ντε Φλορ, στο ίδιο τραπέζι με τον Σαρτρ, την Μποβουάρ, τον Χούσερλ και τον Χάιντεγκερ



Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και αφότου η συγγραφέας αφιερώσει κεφάλαια στη σχέση με την υπαρξιακή φιλοσοφία που μοιράζονταν από κοινού η Μποβουάρ με τον Σαρτρ, επιστρέφει στα γαλλικά φιλοσοφικά στέκια τους, ανιχνεύοντας τις κόντρες του Σαρτρ με τον Μερλό Ποντί, τους χορούς που έκανε ο τελευταίος με τη Ζιλιέτ Γκρεκό αλλά και τις μορφές που στοίχειωσαν αυτά τα μέρη, όπως ο Μπορίς Βιαν, ο οποίος έγραψε και τη γνωστή παρωδία της σαρτρικής φιλοσοφίας 
Ο αφρός των ημερών: «Ο τρομπετίστας Βιαν ήταν ο μπροστάρης του γιορτινού στοιχείου της υπαρξιστικής σκηνής που στεγάστηκε στην περιοχή Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε, στην αριστερή όχθη [...] Μετά το τέλος του πολέμου, ο Βιαν έπαιζε στα νέα υπόγεια κλαμπ. Έφτιαχνε, επίσης, παράξενα κοκτέιλ πίσω από την μπάρα και ξεπετούσε διασκεδαστικά, εντυπωσιακά ή σουρεαλιστικά μυθιστορήματα, ανάλογα με τα κέφια του. Αργότερα, έγραψε κι ένα είδος "εγχειριδίου" για το Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε, με χάρτες, περιγραφές και σκίτσα των εξωτικών κατοίκων των σπηλαίων, των "τρωγλοδυτών" που μπορούσε να συναντήσει κανείς εκεί». 
Στην παρέα των φιλοσόφων, παρά τις διαφορές, καλεί η συγγραφέας και τον Αλμπέρ Καμύ, ενώ ξέρει ότι αφού μίλησε για τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, δεν μπορεί να μην ανέβει μέχρι τα βουνά, συγκεκριμένα στο θέρετρο του Φέλντεμπεργκ, για να περιγράψει τη σχέση του με τον Καρλ Γιάσπερς και με άλλους φιλοσόφους του υπαρξισμού, φαινομενολόγους και επιγόνους. Ανάμεσα στα διάφορα παραδείγματα και ενσταντανέ που παραθέτει η Σάρα Μπέικγουελ παρεμβάλλονται και περιγραφές από ταινίες ή βιβλία, όπως αυτά του Νόρμαν Μέιλερ, που είναι «ο μοναδικός μείζων Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε ξεκάθαρα ως υπαρξιστής και αφιέρωσε το 1957 το δοκίμιο του Ο Λευκός Νέγρος σε μια μορφή την οποία εκθείασε ως εξής: τον Αμερικανό υπαρξιστή-τον μοδάτο, τον άνθρωπο που γνωρίζει ότι, αν η συλλογική μας κατάσταση είναι να ζούμε υπό την απειλή ενός άμεσου θανάτου από πυρηνικό πόλεμο, ενός σχετικά γρήγορου θανάτου από το Κράτος ως l' univers concentrationnaire (το στρατόπεδο συγκέντρωσης) ή ενός αργού θανάτου από συμμόρφωση, με καταπιεσμένο κάθε δημιουργικό και επαναστατικό ένστικτο [...] 
Με λίγα λόγια, είτε η ζωή είναι εγκληματική είτε όχι, η απόφαση είναι να ενθαρρύνει κανείς τον ψυχοπαθή του κρύβει μέσα του». Και αυτή είναι ίσως η μοναδική προτρεπτική ή κανονιστική σκέψη που κάνει η συγγραφέας σε ένα βιβλίο γραμμένο, αν μη τι άλλο, όχι μόνο με φιλοσοφική ματιά αλλά με διαπιστωμένη αγωνία και τρυφερότητα. 

Στο Καφέ των Υπαρξιστών -
 Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο 
Σάρα Μπέικγουελ 
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια 
Μετάφραση: Ανδρέας Παππάς 
Σελίδες: 448 

Πηγή: www.lifo.gr

__________
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αισθητική (Essex) και στην Πολιτική Θεωρία (LSE). Μετάφρασε βιβλία αγαπημένων της συγγραφέων (όπως Ντελέζ και Χόμπσμπαουμ) και από το 2000 έχει την ευτυχία να δημοσιογραφεί σε περιοδικά κι εφημερίδες. 

Σάρα Μπέικγουελ: Στο καφέ των υπαρξιστών – Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο


 
Σάρα Μπέικγουελ: «Οι υπαρξιστές δεν είχαν πάντα τις σωστές απαντήσεις, έθεταν όμως τα ουσιαστικά ερωτήματα»

Η αγγλίδα συγγραφέας μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα» για προσωπικότητες που καθόρισαν το πνεύμα του 20ού αιώνα
Σάρα Μπέικγουελ: «Οι υπαρξιστές δεν είχαν πάντα τις σωστές απαντήσεις, έθεταν όμως τα ουσιαστικά ερωτήματα»
«Οι ιδέες είναι ενδιαφέρουσες, μα οι άνθρωποι ακόμη περισσότερο» υποστηρίζει η αγγλίδα συγγραφέας Σάρα Μπέικγουελ

 Μπέκος Γρηγόρης *


Sarah Bakewell
Στο καφέ των υπαρξιστών – Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο
Μετάφραση Ανδρέας Παππάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016
σελ. 448, τιμή 25 ευρώ

«Οι ιδέες είναι ενδιαφέρουσες, μα οι άνθρωποι ακόμη περισσότερο» υποστηρίζει η Αγγλίδα Σάρα Μπέικγουελ, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή με τη (βραβευμένη) βιογραφία του Μισέλ ντε Μοντέν που έγραψε πριν από μερικά χρόνια. Η συγγραφέας - σήμερα διδάσκει δημιουργική γραφή στο Kellog College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης - είχε μια αποκλειστική συνομιλία με «Το Βήμα» για το πλέον πρόσφατο έργο της με τον τίτλο «Στο καφέ των υπαρξιστών - Ελευθερία, ύπαρξη και κοκτέιλ βερίκοκο». Οι «New York Times» το συμπεριέλαβαν στη λίστα με τα 10 καλύτερα βιβλία του 2016. Σε αυτό το εξαιρετικό αφήγημα - μια πινακοθήκη από πορτρέτα εμβληματικών διανοητών του περασμένου αιώνα - η ίδια συνδυάζει το φιλοσοφικό με το βιογραφικό στοιχείο, επιχειρώντας μια συναρπαστική αναδρομή στην ιστορία του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας. «Ουσιαστικά είμαι περισσότερο βιογράφος παρά φιλόσοφος - με ενδιαφέρει πώς οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο γύρω τους και πώς διαχειρίζονται τη ζωή τους. Οποτε ερευνώ πώς έζησαν οι φιλόσοφοι, εξετάζω τόσο τις ιδέες όσο και τον βίο τους - όχι μόνο με ποιον τρόπο οι ιδέες συνδέονται με τις επιλογές τους, αλλά και πώς αυτές οι ιδέες προέκυψαν μέσα από τις διαδρομές των ζωών τους. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ: αποφάσισαν να έχουν μια ανοιχτή σεξουαλική σχέση, για περισσότερο από 50 χρόνια ο ένας ήταν ο βασικός σύντροφος του άλλου, αλλά ήταν ελεύθεροι να έχουν κι άλλους ερωτικούς παρτενέρ. Εχω την αίσθηση ότι αυτό δεν ήταν μονάχα μια προσωπική επιλογή, είχε να κάνει ευρύτερα με τη φιλοσοφία που ανέπτυξαν γύρω από την ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, αυτή η επιθυμία για ατομική ανεξαρτησία ίσως να επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο φιλοσοφούσαν για την ελευθερία». Πάντως η διάρκεια εκείνης της σχέσης, όπως εξηγεί η Σάρα Μπέικγουελ στο βιβλίο της, σφυρηλατήθηκε από την ουσία, από το γεγονός δηλαδή ότι «ήταν μια σχέση συγγραφέων».

Εντοπίζετε τις απαρχές του σύγχρονου υπαρξισμού στον Κίρκεγκορ και στον Νίτσε και, βασικώς, στη γερμανική φαινομενολογία. Δεν είναι λίγο άδικο κάποιος να γνωρίζει τον Σαρτρ λ.χ. αλλά να μην έχει ακούσει ποτέ τα ονόματα Εντμουντ Χούσερλ και Μάρτιν Χάιντεγκερ;
«Πράγματι, έχουν γράψει πολλοί για τον υπαρξισμό χωρίς να έχουν συνεκτιμήσει όπως θα έπρεπε τη σημασία της φαινομενολογίας - πολύ απλά γιατί η φαινομενολογία ουδέποτε κατέκτησε την αντίστοιχη δημοφιλία. Φτιάξτε την εικόνα. Αν υπαρξισμός σημαίνει το να κάθεσαι σε ένα παρισινό καφέ, να φοράς μαύρο ζιβάγκο και να καπνίζεις τσιγάρα Γκολουάζ, τότε φαινομενολογία σημαίνει το να εργάζεσαι (βασικότατα) σε γερμανικά πανεπιστήμια - αυτό δεν φαντάζει και τόσο ελκυστικό! Τι είναι όμως η φαινομενολογία; Στην πλέον απλουστευμένη εκδοχή της, η φαινομενολογία είναι μια μέθοδος: ένας τρόπος να φιλοσοφείς, που βασίζεται στην περιγραφή των φαινομένων καθώς εσύ τα βιώνεις, και όχι τόσο σε αφηρημένες θεωρίες. Μια πολύ ριζοσπαστική μέθοδος, εδώ που τα λέμε, γιατί σηματοδοτεί την επιστροφή της φιλοσοφίας στο σημείο από όπου θα έπρεπε πάντα να εκκινεί, στο εδώ και στο τώρα. Στην καθημερινή πραγματικότητα, αυτή τη στιγμή, όπως τη βιώνουμε».

Αναδεικνύετε τον τρόπο με τον οποίο άλλαζαν οι υπαρξιστές την οπτική τους καθώς άλλαζε ο κόσμος γύρω τους. Λέτε χαρακτηριστικά ότι ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα και τους πάντες. Αρα; Το κίνημα αυτό υπήρξε ευθέως απότοκο του καιρού του;
«Ο μοντέρνος υπαρξισμός, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αναδύθηκε σίγουρα ως αποτέλεσμα της συνολικής εμπειρίας του πολέμου - άρχισε κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1930 και σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του μια δεκαετία περίπου μετά το τέλος που πολέμου. Στη Γαλλία, ειδικότερα, συνδέθηκε απολύτως με την εμπειρία της Κατοχής, η οποία ήταν παράξενη για τους περισσότερους - ένας συνδυασμός αληθινών κινδύνων και μιας κάποιας επιφανειακής κανονικότητας. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η επιτυχία του είχε πρωτίστως να κάνει με τη γενικότερη διάθεση στο τέλος του πολέμου».

Τι εννοείτε;
«Αίφνης, πολλά πράγματα έγιναν προφανή σε πολλούς, κυρίως στους νεότερους. Πρώτον, τα ανθρώπινα όντα ήταν ικανά να προβούν σε τερατωδίες αλλά και να επιδείξουν ηρωική δράση - άρα υπήρχε μια εκτεταμένη αμφιβολία για το τι σήμαινε να είσαι άνθρωπος. Δεύτερον, ο πόλεμος είχε καταστρέψει όλες τις παλιές βεβαιότητες και είχε κλονίσει θεσμούς όπως το Κράτος, η Εκκλησία, ακόμη και η οικογένεια, δεδομένου ότι πολλές οικογένειες διαιρέθηκαν, άλλες συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και άλλες αντιστάθηκαν. Κοντολογίς, τα παλιά ήθη είχαν χάσει την κυρίαρχη αυθεντία τους, πράγμα που ασφαλώς είχε και μια θετική πλευρά: άνοιγαν οι προοπτικές για νέα ξεκινήματα».

Δηλαδή;
«Νέοι τρόποι ζωής μπορούσαν πλέον να επινοηθούν. Δεν έπρεπε αναγκαστικά να παντρευτείς, να γίνεις ένας τυπικός αστός οικογενειάρχης, να βρεις μια καλή δουλειά, να εκκλησιάζεσαι. Μπορούσες να ζήσεις και με έναν άλλον τρόπο, στη βάση της ελεύθερης επιλογής. Και αυτό συνεπήρε τότε τη νεολαία. Τέλος - άλλη μια θεμελιώδης διαφορά -, μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, κατέστη σαφές ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν να αυτοκαταστραφούν, αν δεν λαμβάνουμε τις σωστές αποφάσεις κάθε φορά. Τόσο ο Αλμπέρ Καμί όσο και ο Σαρτρ έγραψαν δοκίμια για αυτό, το 1945, υποστηρίζοντας πως, έκτοτε, το ανθρώπινο είδος θα έπρεπε να αποφασίζει κάθε μέρα αν θέλει να επιβιώσει. Αυτή είναι η έσχατη υπαρξιστική πρόκληση - η διαχείριση της ελευθερίας μας. Και παραμένει εξόχως επίκαιρη».

Στην αφήγησή σας βαραίνουν, νομίζω, οι πολιτικές διαφωνίες. Γιατί; Σκέφτομαι, βέβαια, τον Ρεϊμόν Αρόν και τον Σαρτρ και ψυχανεμίζομαι γιατί...
«Η πολιτική αγγίζει πραγματικά κάθε πτυχή της ζωής μας: τι πιστεύουμε, σε τι αποδίδουμε αξία, πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος γύρω μας. Κάτι που επηρεάζει και τους εαυτούς μας και τις φιλίες μας. Η ιστορία του υπαρξισμού μπορεί εύκολα να ειδωθεί και ως μια μακρά αλυσίδα από διαμάχες. Είναι πασίγνωστο ότι ο Σαρτρ και η Μποβουάρ διέκοψαν τις σχέσεις τους με πολλούς φίλους τους, συμπεριλαμβανομένου του Καμί. Ομως πολλοί από αυτούς είχαν, με τη σειρά τους, τις δικές τους διαμάχες, είτε μεταξύ τους είτε με άλλους. Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσαν είναι το εξής: μπορείς να παραμένεις φίλος με κάποιον που διαφωνείς πολιτικά; Αρχικά ο Σαρτρ και η Μποβουάρ θεώρησαν ότι γινόταν αυτό, αργότερα όμως άλλαξαν γνώμη, επειδή ακριβώς αυτό το θεωρούσαν κομβικής σημασίας. Το ίδιο το μέλλον του κόσμου διακυβευόταν, κατά την άποψή τους. Συντελούνταν μεγαλειώδεις αλλαγές τότε και είχε τεράστια σημασία να επιλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Νομίζω ότι μπορούμε να το κατανοήσουμε στο πλαίσιο εκείνης της εποχής. Οι δεκαετίες του 1940 και του 1950 στη Γαλλία ήταν έντονες. Οταν ζεις σε μια περίοδο με περισσότερη πολιτική ηρεμία, είναι εύκολο να παραβλέψεις τις πολιτικές διαφωνίες των φίλων σου, να πεις δεν έχει τόση σημασία. Οποτε όμως αρχίζει η πολιτική αναταραχή, τα πράγματα γίνονται ακραιφνώς συναισθηματικά».

Θα ήθελα να σταθώ στην περίπτωση του Χάιντεγκερ και τη σχέση του με τον ναζισμό, καθώς και στη σχέση του Σαρτρ με τον σταλινισμό. Πώς νομίζετε ότι πρέπει να τους κρίνουμε σήμερα για αυτές τις επιλογές;
«Η περίπτωση Χάιντεγκερ έχει προκαλέσει πονοκέφαλο σε πολλούς: υπήρξε ένας εξέχων φιλόσοφος που εμφανώς συμπαθούσε τους ναζιστές - πώς ακριβώς βγάζει νόημα αυτό; Ορισμένοι έχουν προσπαθήσει να κρατήσουν τα "ασφαλή" μέρη της φιλοσοφίας του και να απορρίψουν τα επικίνδυνα μέρη της. Εχω την αίσθηση ότι αυτό δεν λειτουργεί - δεν μπορούμε απλά να προσποιούμαστε ότι δεν υπήρχαν καν σκοτεινά μέρη. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Σαρτρ, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις πράγματι στήριξε απεχθέστατα καθεστώτα - αν και ο Σαρτρ άλλαζε συνεχώς απόψεις! Είναι ωστόσο σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Σαρτρ δεν υπήρξε ακριβώς ένας αταλάντευτος θιασώτης του σταλινισμού - αυτό ίσχυσε για μια σύντομη περίοδο, στη Σοβιετική Ενωση μισούσαν και τον Σαρτρ και τον υπαρξισμό του, τον αποκαλούσαν "ύαινα με γραφομηχανή" και τα έργα του ήταν απαγορευμένα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Γενικότερα, οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου εύκολες, ειδικά με τον Χάιντεγκερ, που ήταν ένα αίνιγμα, ακόμη και για τους οικείους του. Τον παρακαλούσαν να εξηγηθεί, να απολογηθεί, αλλά δεν το έκανε ποτέ».

Υπάρχουν όμως και αυτοί που δικαιώθηκαν για τη στάση τους, όπως ο Αλμπέρ Καμί. Δεν συμφωνείτε;
«Θαυμάζω απεριόριστα τον Καμί, ως μια φωνή ηθικής διαύγειας από πολλές απόψεις. Με ενδιαφέρουν όμως οι λόγοι για τους οποίους οι Σαρτρ και Μποβουάρ έβρισκαν τη φιλοσοφία του προβληματική - εντόπιζαν ένα είδος αφέλειας στον ίδιο, έκριναν ότι δεν αναμετράται με τα δύσκολα ερωτήματα που αφορούσαν την πολιτική του παρόντος και του μέλλοντος. Επιπλέον, θεωρούσαν τις ιδέες του για το "παράλογο" κάπως αβαθείς. Μετά τον θάνατο του Καμί, ο Σαρτρ έγραψε έναν επικήδειο με τον οποίο τον ενέτασσε στη μεγάλη παράδοση των γάλλων μοραλιστών (moralistes) και νομίζω πως είχε δίκιο. Και πάλι όμως, εγώ προσπαθώ να κατανοήσω και όχι να κρίνω τελεσίδικα, ούτε να πάρω αναγκαστικά το μέρος κάποιου...».

Και λογοτεχνικά μιλώντας πάντως, ο Καμί αποδεικνύεται πιο διαχρονικός από τον Σαρτρ...
«Τα μυθιστορήματα του Καμί μού αρέσουν, επίσης. Είναι πιο απολαυστικός από τον Σαρτρ και τα έργα του πιο σύντομα. Εμένα όμως με συνάρπασε η Ναυτία όταν την πρωτοδιάβασα ως έφηβη - περισσότερο και από τον Ξένο που διάβασα στην ίδια ηλικία. ΗΝαυτία είναι ένα ολότελα ιδιότυπο βιβλίο που με έκανε να δω τον κόσμο διαφορετικά. Υπάρχει μια σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής, ο Ροκαντέν, παρατηρεί το "ζεματισμένο δέρμα" ενός δέντρου σε ένα πάρκο, και νιώθει να ενοχλείται από το "Είναι" του δέντρου, την εξωφρενική του αυτότητα, την άρνησή του να αποκτήσει νόημα. Ομολογώ ότι κατόπιν πήγα κι εγώ σε ένα πάρκο να κοιτάξω ένα δέντρο, προσπαθώντας να δω αυτό που έβλεπε ο Ροκαντέν. Μάλλον απέτυχα. Κι όμως, ο Καμί δεν με έκανε να κοιτάξω έτσι ένα δέντρο, ο Σαρτρ το κατάφερε!».

Λέτε πως, από όλα τα έργα του μοντέρνου υπαρξισμού, είναι «Το δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ που ξεχωρίζει μακράν των υπολοίπων. Γιατί;
«Επειδή ακριβώς επηρέασε πρακτικά περισσότερους ανθρώπους, τους εξώθησε να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν. Υπάρχει ένα βιβλίο με τίτλο Οι κόρες της Σιμόν ντε Μποβουάρ, όπου περιλαμβάνονται συνεντεύξεις πολλών γυναικών, όπου οι ίδιες περιγράφουν πώς διάβασαν τα έργα της και την αυτοβιογραφία της και πώς όρμησαν εκ νέου στον κόσμο και λ.χ. βρήκαν δουλειά, πήραν διαζύγιο ή επέστρεψαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσουν. Προέβησαν, με λίγα λόγια, σε δραστικές αλλαγές στη ζωή τους. Ε, λοιπόν, ούτε ο Σαρτρ ούτε ο Καμί κατάφεραν να έχουν μια τόσο ευθεία επίδραση στους περισσότερους ανθρώπους! Μετά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 παγιώθηκε μια τάση, ότι δηλαδή οι παλιοί κοινωνικοί αγώνες για την απελευθέρωση είχαν κερδηθεί - ο φεμινισμός, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων κ.τ.λ. Σήμερα διαπιστώνουμε, αντιθέτως, ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη και ότι οι μάχες δεν έχουν καθόλου κερδηθεί. Τα προβλήματά μας δεν απέχουν και πολύ από τα αντίστοιχα της εποχής της Σιμόν ντε Μποβουάρ».

Φέρνω στον νου τις προσωπικότητες που παρελαύνουν στο βιβλίο σας. Η δική σας προσωπική συμπάθεια είναι ο Μορίς Μερλό-Ποντί. Τι τον κάνει τόσο ιδιαίτερο στα μάτια σας;
«Ο Μερλό-Ποντί ήταν μια σαγηνευτική προσωπικότητα - τα έβρισκε με όλους, ήταν πάντοτε εύθυμος και, σημειωτέον, ο καλύτερος χορευτής από όλους τους φιλοσόφους στο Παρίσι! Χόρευε λ.χ. με τη Ζιλιέτ Γκρεκό και συγχρόνως της παρέδιδε - επειδή εκείνη το ζητούσε - ένα μικρό μάθημα εν κινήσει. Ολοι τον συμπαθούσαν. Ουσιαστικά, ο ίδιος δεν ήταν υπαρξιστής αλλά φαινομενολόγος: καλλιέργησε τις ιδέες του διαβάζοντας τον Χούσερλ, συγκεκριμένα. Το σημαντικό στη φιλοσοφία του Μερλό-Ποντί είναι ότι επιχείρησε να περιγράψει την ανθρώπινη εμπειρία όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, τη φυσική και αισθητηριακή της διάσταση. Δεν είμαστε ασώματες διάνοιες που λένε "Σκέφτομαι, άρα υπάρχω" όπως ο Ντεκάρτ. Ο συνολικός τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τον κόσμο οργανώνεται γύρω από το γεγονός ότι έχουμε σώματα, ότι αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον μέσω των πέντε αισθήσεών μας. Ο Μερλό-Ποντί όμως έγραψε αρκετά για ένα είδος έκτης αίσθησης, την ευαίσθητη και περίπλοκη "ιδιοδεκτικότητά" μας, την αίσθηση που επικυρώνει ότι λ.χ. καθόμαστε σε μια καρέκλα με τα χέρια ακουμπισμένα στο τραπέζι. Ο ίδιος έγραψε επίσης για την κοινωνική εμπειρία και τη σημασία της παιδικής ηλικίας: όλοι καταλήγουμε να γίνουμε ώριμα ανθρώπινα όντα μέσα από μια μακρά διαδικασία ανάπτυξης και ανακάλυψης, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε λειτουργικοί ενήλικοι - πόσω μάλλον φιλόσοφοι. Οποτε διαβάζω τον Μερλό-Ποντί νιώθω πραγματικά ότι είναι ένας φιλόσοφος που γράφει για τη ζωή όπως είναι για όλους μας - όχι όπως θα έπρεπε να είναι, για μια αφαιρετική κατασκευή».

Γιατί, εν τέλει, ασχοληθήκατε με όλους αυτούς, κυρία Μπέικγουελ; Ποια είναι η σημασία του μοντέρνου υπαρξισμού για εμάς, τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα;
«Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια προκαθορισμένη μέθοδος για να ζήσει κανείς. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω καν αν μπορώ να με χαρακτηρίσω υπαρξίστρια - πέρα από το ότι απλώς υπάρχω όπως όλοι, γιατί όλοι προσπαθούμε να ρυθμίσουμε σωστά τις ζωές μας, να λαμβάνουμε υπεύθυνες αποφάσεις και να είμαστε συνεπείς με τους εαυτούς μας. Δεν πιστεύω ότι οι υπαρξιστές έχουν όλες τις απαντήσεις, κάθε άλλο, άλλωστε έχουν κάνει πολύ μεγάλα λάθη! 
Πιστεύω όμως ότι έθεσαν πολύ ουσιαστικά ερωτήματα. Διερωτήθηκαν τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο ον στον σύγχρονο κόσμο. Διερωτήθηκαν για την πολιτική υπευθυνότητα - για το πώς μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο αν το θελήσουμε. Και, πάνω από όλα, διερωτήθηκαν για την ελευθερία - πώς πρέπει να τη διαχειριστούμε και πώς θα διασφαλιστούμε έναντι των πιθανοτήτων να την αρνηθούμε, να την απορρίψουμε ή να τη χάσουμε. Πιστεύω ότι, ναι, πρέπει να συνεχίσουμε να προβληματιζόμαστε πάνω σε αυτά τα ερωτήματα και να μη θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Στ' αλήθεια, από εμάς εξαρτάται τι θα μας συμβεί μετά: αυτό είναι, μακράν, το σημαντικότερο μήνυμα των υπαρξιστών από όλα τα άλλα».

______________